Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταζεύγνυμι

-νυμι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: μεταζεύγνυμι

Structure: μετα (Prefix) + ζεύγνυ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to put to another carriage

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταζεύγνυμι μεταζεύγνυς μεταζεύγνυσιν*
Dual μεταζεύγνυτον μεταζεύγνυτον
Plural μεταζεύγνυμεν μεταζεύγνυτε μεταζευγνύᾱσιν*
SubjunctiveSingular μεταζευγνύω μεταζευγνύῃς μεταζευγνύῃ
Dual μεταζευγνύητον μεταζευγνύητον
Plural μεταζευγνύωμεν μεταζευγνύητε μεταζευγνύωσιν*
OptativeSingular μεταζευγνύοιμι μεταζευγνύοις μεταζευγνύοι
Dual μεταζευγνύοιτον μεταζευγνυοίτην
Plural μεταζευγνύοιμεν μεταζευγνύοιτε μεταζευγνύοιεν
ImperativeSingular μεταζεύγνυ μεταζευγνύτω
Dual μεταζεύγνυτον μεταζευγνύτων
Plural μεταζεύγνυτε μεταζευγνύντων
Infinitive μεταζευγνύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταζευγνῡς μεταζευγνυντος μεταζευγνῡσα μεταζευγνῡσης μεταζευγνυν μεταζευγνυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταζεύγνυμαι μεταζεύγνυσαι μεταζεύγνυται
Dual μεταζεύγνυσθον μεταζεύγνυσθον
Plural μεταζευγνύμεθα μεταζεύγνυσθε μεταζεύγνυνται
SubjunctiveSingular μεταζευγνύωμαι μεταζευγνύῃ μεταζευγνύηται
Dual μεταζευγνύησθον μεταζευγνύησθον
Plural μεταζευγνυώμεθα μεταζευγνύησθε μεταζευγνύωνται
OptativeSingular μεταζευγνυοίμην μεταζευγνύοιο μεταζευγνύοιτο
Dual μεταζευγνύοισθον μεταζευγνυοίσθην
Plural μεταζευγνυοίμεθα μεταζευγνύοισθε μεταζευγνύοιντο
ImperativeSingular μεταζεύγνυσο μεταζευγνύσθω
Dual μεταζεύγνυσθον μεταζευγνύσθων
Plural μεταζεύγνυσθε μεταζευγνύσθων
Infinitive μεταζεύγνυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταζευγνυμενος μεταζευγνυμενου μεταζευγνυμενη μεταζευγνυμενης μεταζευγνυμενον μεταζευγνυμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁμοῦ δὲ τοῦ ἀγῶνοσ ὄντοσ οὐδενὶ ἁρ́ματι καιρὸσ ἵππουσ μεταζευγνύναι. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 25:11)

Synonyms

  1. to put to another carriage

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION