헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεσόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεσόω μεσώσω

형태분석: μεσό (어간) + ω (인칭어미)

어원: me/sos

  1. to form the middle, be in or at the middle, mid-, mid
  2. to be in the middle of, in the middle of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέσω

μέσοις

μέσοι

쌍수 μέσουτον

μέσουτον

복수 μέσουμεν

μέσουτε

μέσουσιν*

접속법단수 μέσω

μέσοις

μέσοι

쌍수 μέσωτον

μέσωτον

복수 μέσωμεν

μέσωτε

μέσωσιν*

기원법단수 μέσοιμι

μέσοις

μέσοι

쌍수 μέσοιτον

μεσοίτην

복수 μέσοιμεν

μέσοιτε

μέσοιεν

명령법단수 με͂σου

μεσοῦτω

쌍수 μέσουτον

μεσοῦτων

복수 μέσουτε

μεσοῦντων, μεσοῦτωσαν

부정사 μέσουν

분사 남성여성중성
μεσων

μεσουντος

μεσουσα

μεσουσης

μεσουν

μεσουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέσουμαι

μέσοι

μέσουται

쌍수 μέσουσθον

μέσουσθον

복수 μεσοῦμεθα

μέσουσθε

μέσουνται

접속법단수 μέσωμαι

μέσοι

μέσωται

쌍수 μέσωσθον

μέσωσθον

복수 μεσώμεθα

μέσωσθε

μέσωνται

기원법단수 μεσοίμην

μέσοιο

μέσοιτο

쌍수 μέσοισθον

μεσοίσθην

복수 μεσοίμεθα

μέσοισθε

μέσοιντο

명령법단수 μέσου

μεσοῦσθω

쌍수 μέσουσθον

μεσοῦσθων

복수 μέσουσθε

μεσοῦσθων, μεσοῦσθωσαν

부정사 μέσουσθαι

분사 남성여성중성
μεσουμενος

μεσουμενου

μεσουμενη

μεσουμενης

μεσουμενον

μεσουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ τοῦ κλήρου μεριεῖσ τὴν κληρονομίαν αὐτῶν ἀνὰ μέσων πολλῶν καὶ ὀλίγων. (Septuagint, Liber Numeri 26:56)

    (70인역 성경, 민수기 26:56)

  • καὶ τὸ εὖροσ τῆσ ἀνωτέρασ τῶν πλευρῶν κατὰ τὸ πρόσθεμα ἐκ τοῦ τοίχου πρὸσ τὴν ἀνωτέραν κύκλῳ τοῦ οἴκου, ὅπωσ διαπλατύνηται ἄνωθεν καὶ ἐκ τῶν κάτωθεν ἀναβαίνωσιν ἐπὶ τὰ ὑπερῷα καὶ ἐκ τῶν μέσων ἐπὶ τὰ τριώροφα. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 41:7)

    (70인역 성경, 에제키엘서 41:7)

  • καὶ οὕτωσ στοαί. διότι τριπλαῖ ἦσαν καὶ στύλουσ οὐκ εἶχον καθὼσ οἱ στῦλοι τῶν ἐξωτέρων, διὰ τοῦτο ἐξείχοντο τῶν ὑποκάτωθεν καὶ τῶν μέσων ἀπὸ τῆσ γῆσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 42:6)

    (70인역 성경, 에제키엘서 42:6)

  • οὐχ ὁρᾷσ βοίδια κατὰ τὸν ἐμὸν οὑτωσὶ δάκτυλον ἐκ μέσων τῶν πετρῶν προερχόμενα καί τινα ἐκ τοῦ σκοπέλου καταθέοντα καλαύροπα ἔχοντα καὶ ἀνείργοντα, μὴ πρόσω διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην; (Lucian, Dearum judicium, (no name) 5:9)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 5:9)

  • ἀναστὰσ οὖν ἐκ μέσων τῶν ἀκροωμένων, Οὗτοσ, ἔφη προσειπὼν τὸ ὄνομα, καλεῖ σε Πυθαγόρασ. (Lucian, (no name) 14:5)

    (루키아노스, (no name) 14:5)

유의어

  1. to be in the middle of

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION