Ancient Greek-English Dictionary Language

μεσόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μεσόω μεσώσω

Structure: μεσό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: me/sos

Sense

  1. to form the middle, be in or at the middle, mid-, mid
  2. to be in the middle of, in the middle of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μέσω μέσοις μέσοι
Dual μέσουτον μέσουτον
Plural μέσουμεν μέσουτε μέσουσιν*
SubjunctiveSingular μέσω μέσοις μέσοι
Dual μέσωτον μέσωτον
Plural μέσωμεν μέσωτε μέσωσιν*
OptativeSingular μέσοιμι μέσοις μέσοι
Dual μέσοιτον μεσοίτην
Plural μέσοιμεν μέσοιτε μέσοιεν
ImperativeSingular με͂σου μεσοῦτω
Dual μέσουτον μεσοῦτων
Plural μέσουτε μεσοῦντων, μεσοῦτωσαν
Infinitive μέσουν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεσων μεσουντος μεσουσα μεσουσης μεσουν μεσουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μέσουμαι μέσοι μέσουται
Dual μέσουσθον μέσουσθον
Plural μεσοῦμεθα μέσουσθε μέσουνται
SubjunctiveSingular μέσωμαι μέσοι μέσωται
Dual μέσωσθον μέσωσθον
Plural μεσώμεθα μέσωσθε μέσωνται
OptativeSingular μεσοίμην μέσοιο μέσοιτο
Dual μέσοισθον μεσοίσθην
Plural μεσοίμεθα μέσοισθε μέσοιντο
ImperativeSingular μέσου μεσοῦσθω
Dual μέσουσθον μεσοῦσθων
Plural μέσουσθε μεσοῦσθων, μεσοῦσθωσαν
Infinitive μέσουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεσουμενος μεσουμενου μεσουμενη μεσουμενης μεσουμενον μεσουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be in the middle of

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION