Ancient Greek-English Dictionary Language

μειόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μειόω μειώσω

Structure: μειό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: mei/wn

Sense

  1. to make smaller, to lessen, moderate
  2. to lessen in honour, degrade
  3. to lessen by word, extenuate, disparage
  4. to become worse or weaker, to fall short of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μείω μείοις μείοι
Dual μείουτον μείουτον
Plural μείουμεν μείουτε μείουσιν*
SubjunctiveSingular μείω μείοις μείοι
Dual μείωτον μείωτον
Plural μείωμεν μείωτε μείωσιν*
OptativeSingular μείοιμι μείοις μείοι
Dual μείοιτον μειοίτην
Plural μείοιμεν μείοιτε μείοιεν
ImperativeSingular μεῖου μειοῦτω
Dual μείουτον μειοῦτων
Plural μείουτε μειοῦντων, μειοῦτωσαν
Infinitive μείουν
Participle MasculineFeminineNeuter
μειων μειουντος μειουσα μειουσης μειουν μειουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μείουμαι μείοι μείουται
Dual μείουσθον μείουσθον
Plural μειοῦμεθα μείουσθε μείουνται
SubjunctiveSingular μείωμαι μείοι μείωται
Dual μείωσθον μείωσθον
Plural μειώμεθα μείωσθε μείωνται
OptativeSingular μειοίμην μείοιο μείοιτο
Dual μείοισθον μειοίσθην
Plural μειοίμεθα μείοισθε μείοιντο
ImperativeSingular μείου μειοῦσθω
Dual μείουσθον μειοῦσθων
Plural μείουσθε μειοῦσθων, μειοῦσθωσαν
Infinitive μείουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μειουμενος μειουμενου μειουμενη μειουμενης μειουμενον μειουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make smaller

  2. to lessen by word

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION