헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μειόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μειόω μειώσω

형태분석: μειό (어간) + ω (인칭어미)

어원: mei/wn

  1. 줄이다, 작게 하다, 축소시키다, 진정시키다
  2. 겸허하게 하다, 얕보다, 싸게 팔다
  3. 모자라다
  1. to make smaller, to lessen, moderate
  2. to lessen in honour, degrade
  3. to lessen by word, extenuate, disparage
  4. to become worse or weaker, to fall short of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μείω

(나는) 줄인다

μείοις

(너는) 줄인다

μείοι

(그는) 줄인다

쌍수 μείουτον

(너희 둘은) 줄인다

μείουτον

(그 둘은) 줄인다

복수 μείουμεν

(우리는) 줄인다

μείουτε

(너희는) 줄인다

μείουσιν*

(그들은) 줄인다

접속법단수 μείω

(나는) 줄이자

μείοις

(너는) 줄이자

μείοι

(그는) 줄이자

쌍수 μείωτον

(너희 둘은) 줄이자

μείωτον

(그 둘은) 줄이자

복수 μείωμεν

(우리는) 줄이자

μείωτε

(너희는) 줄이자

μείωσιν*

(그들은) 줄이자

기원법단수 μείοιμι

(나는) 줄이기를 (바라다)

μείοις

(너는) 줄이기를 (바라다)

μείοι

(그는) 줄이기를 (바라다)

쌍수 μείοιτον

(너희 둘은) 줄이기를 (바라다)

μειοίτην

(그 둘은) 줄이기를 (바라다)

복수 μείοιμεν

(우리는) 줄이기를 (바라다)

μείοιτε

(너희는) 줄이기를 (바라다)

μείοιεν

(그들은) 줄이기를 (바라다)

명령법단수 μεῖου

(너는) 줄여라

μειοῦτω

(그는) 줄여라

쌍수 μείουτον

(너희 둘은) 줄여라

μειοῦτων

(그 둘은) 줄여라

복수 μείουτε

(너희는) 줄여라

μειοῦντων, μειοῦτωσαν

(그들은) 줄여라

부정사 μείουν

줄이는 것

분사 남성여성중성
μειων

μειουντος

μειουσα

μειουσης

μειουν

μειουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μείουμαι

(나는) 준다

μείοι

(너는) 준다

μείουται

(그는) 준다

쌍수 μείουσθον

(너희 둘은) 준다

μείουσθον

(그 둘은) 준다

복수 μειοῦμεθα

(우리는) 준다

μείουσθε

(너희는) 준다

μείουνται

(그들은) 준다

접속법단수 μείωμαι

(나는) 줄자

μείοι

(너는) 줄자

μείωται

(그는) 줄자

쌍수 μείωσθον

(너희 둘은) 줄자

μείωσθον

(그 둘은) 줄자

복수 μειώμεθα

(우리는) 줄자

μείωσθε

(너희는) 줄자

μείωνται

(그들은) 줄자

기원법단수 μειοίμην

(나는) 줄기를 (바라다)

μείοιο

(너는) 줄기를 (바라다)

μείοιτο

(그는) 줄기를 (바라다)

쌍수 μείοισθον

(너희 둘은) 줄기를 (바라다)

μειοίσθην

(그 둘은) 줄기를 (바라다)

복수 μειοίμεθα

(우리는) 줄기를 (바라다)

μείοισθε

(너희는) 줄기를 (바라다)

μείοιντο

(그들은) 줄기를 (바라다)

명령법단수 μείου

(너는) 줄어라

μειοῦσθω

(그는) 줄어라

쌍수 μείουσθον

(너희 둘은) 줄어라

μειοῦσθων

(그 둘은) 줄어라

복수 μείουσθε

(너희는) 줄어라

μειοῦσθων, μειοῦσθωσαν

(그들은) 줄어라

부정사 μείουσθαι

주는 것

분사 남성여성중성
μειουμενος

μειουμενου

μειουμενη

μειουμενης

μειουμενον

μειουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μειώσω

(나는) 줄이겠다

μειώσεις

(너는) 줄이겠다

μειώσει

(그는) 줄이겠다

쌍수 μειώσετον

(너희 둘은) 줄이겠다

μειώσετον

(그 둘은) 줄이겠다

복수 μειώσομεν

(우리는) 줄이겠다

μειώσετε

(너희는) 줄이겠다

μειώσουσιν*

(그들은) 줄이겠다

기원법단수 μειώσοιμι

(나는) 줄이겠기를 (바라다)

μειώσοις

(너는) 줄이겠기를 (바라다)

μειώσοι

(그는) 줄이겠기를 (바라다)

쌍수 μειώσοιτον

(너희 둘은) 줄이겠기를 (바라다)

μειωσοίτην

(그 둘은) 줄이겠기를 (바라다)

복수 μειώσοιμεν

(우리는) 줄이겠기를 (바라다)

μειώσοιτε

(너희는) 줄이겠기를 (바라다)

μειώσοιεν

(그들은) 줄이겠기를 (바라다)

부정사 μειώσειν

줄일 것

분사 남성여성중성
μειωσων

μειωσοντος

μειωσουσα

μειωσουσης

μειωσον

μειωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μειώσομαι

(나는) 줄겠다

μειώσει, μειώσῃ

(너는) 줄겠다

μειώσεται

(그는) 줄겠다

쌍수 μειώσεσθον

(너희 둘은) 줄겠다

μειώσεσθον

(그 둘은) 줄겠다

복수 μειωσόμεθα

(우리는) 줄겠다

μειώσεσθε

(너희는) 줄겠다

μειώσονται

(그들은) 줄겠다

기원법단수 μειωσοίμην

(나는) 줄겠기를 (바라다)

μειώσοιο

(너는) 줄겠기를 (바라다)

μειώσοιτο

(그는) 줄겠기를 (바라다)

쌍수 μειώσοισθον

(너희 둘은) 줄겠기를 (바라다)

μειωσοίσθην

(그 둘은) 줄겠기를 (바라다)

복수 μειωσοίμεθα

(우리는) 줄겠기를 (바라다)

μειώσοισθε

(너희는) 줄겠기를 (바라다)

μειώσοιντο

(그들은) 줄겠기를 (바라다)

부정사 μειώσεσθαι

줄 것

분사 남성여성중성
μειωσομενος

μειωσομενου

μειωσομενη

μειωσομενης

μειωσομενον

μειωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεῖουν

(나는) 줄이고 있었다

ἐμεῖους

(너는) 줄이고 있었다

ἐμεῖουν*

(그는) 줄이고 있었다

쌍수 ἐμείουτον

(너희 둘은) 줄이고 있었다

ἐμειοῦτην

(그 둘은) 줄이고 있었다

복수 ἐμείουμεν

(우리는) 줄이고 있었다

ἐμείουτε

(너희는) 줄이고 있었다

ἐμεῖουν

(그들은) 줄이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμειοῦμην

(나는) 줄고 있었다

ἐμείου

(너는) 줄고 있었다

ἐμείουτο

(그는) 줄고 있었다

쌍수 ἐμείουσθον

(너희 둘은) 줄고 있었다

ἐμειοῦσθην

(그 둘은) 줄고 있었다

복수 ἐμειοῦμεθα

(우리는) 줄고 있었다

ἐμείουσθε

(너희는) 줄고 있었다

ἐμείουντο

(그들은) 줄고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ γὰρ ἀτμόσ, ὃν τὰ ζέοντα τῶν ὑδάτων μεθίησιν, ἀπιόντι τῷ θερμῷ συνεκπίπτει διὸ καὶ μειοῖ τὸ πλῆθοσ ἡ περίψυξισ ἐκκρίνουσα τὸ θερμόν, ἑτέρου μηδενὸσ ἐπεισιόντοσ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 1 4:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 1 4:1)

  • ὁ δὲ τύραννοσ ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενοσ τῷ ὄντι ἀντιπραττομένουσ τινὰσ ἀποκτείνῃ, οἶδεν ὅτι οὐκ αὔξει ὅλην τὴν πόλιν, ἐπίσταταί τε ὅτι μειόνων ἄρξει, φαιδρόσ τε οὐ δύναται εἶναι οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ, ἀλλὰ καὶ μειοῖ καθ’ ὅσον ἂν δύνηται τὸ γεγενημένον, καὶ ἀπολογεῖται ἅμα πράττων ὡσ οὐκ ἀδικῶν πεποίηκεν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 18:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 2 18:1)

  • μόνον δὲ τοῦτο τὰ μὲν δυσχερῆ πάντα μειοῖ, τὰ δὲ ἀγαθὰ πάντα αὔξει. (Dio, Chrysostom, Orationes, 117:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 117:1)

유의어

  1. 줄이다

  2. to lessen by word

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION