헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεγαληγορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεγαληγορέω μεγαληγορήσω

형태분석: μεγαληγορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from megalh/goros

  1. 자랑하다, 과장하여 자랑스럽게 말하다, 허풍떨다
  1. to talk big, boast

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεγαληγόρω

(나는) 자랑한다

μεγαληγόρεις

(너는) 자랑한다

μεγαληγόρει

(그는) 자랑한다

쌍수 μεγαληγόρειτον

(너희 둘은) 자랑한다

μεγαληγόρειτον

(그 둘은) 자랑한다

복수 μεγαληγόρουμεν

(우리는) 자랑한다

μεγαληγόρειτε

(너희는) 자랑한다

μεγαληγόρουσιν*

(그들은) 자랑한다

접속법단수 μεγαληγόρω

(나는) 자랑하자

μεγαληγόρῃς

(너는) 자랑하자

μεγαληγόρῃ

(그는) 자랑하자

쌍수 μεγαληγόρητον

(너희 둘은) 자랑하자

μεγαληγόρητον

(그 둘은) 자랑하자

복수 μεγαληγόρωμεν

(우리는) 자랑하자

μεγαληγόρητε

(너희는) 자랑하자

μεγαληγόρωσιν*

(그들은) 자랑하자

기원법단수 μεγαληγόροιμι

(나는) 자랑하기를 (바라다)

μεγαληγόροις

(너는) 자랑하기를 (바라다)

μεγαληγόροι

(그는) 자랑하기를 (바라다)

쌍수 μεγαληγόροιτον

(너희 둘은) 자랑하기를 (바라다)

μεγαληγοροίτην

(그 둘은) 자랑하기를 (바라다)

복수 μεγαληγόροιμεν

(우리는) 자랑하기를 (바라다)

μεγαληγόροιτε

(너희는) 자랑하기를 (바라다)

μεγαληγόροιεν

(그들은) 자랑하기를 (바라다)

명령법단수 μεγαληγο͂ρει

(너는) 자랑해라

μεγαληγορεῖτω

(그는) 자랑해라

쌍수 μεγαληγόρειτον

(너희 둘은) 자랑해라

μεγαληγορεῖτων

(그 둘은) 자랑해라

복수 μεγαληγόρειτε

(너희는) 자랑해라

μεγαληγοροῦντων, μεγαληγορεῖτωσαν

(그들은) 자랑해라

부정사 μεγαληγόρειν

자랑하는 것

분사 남성여성중성
μεγαληγορων

μεγαληγορουντος

μεγαληγορουσα

μεγαληγορουσης

μεγαληγορουν

μεγαληγορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεγαληγόρουμαι

(나는) 자랑된다

μεγαληγόρει, μεγαληγόρῃ

(너는) 자랑된다

μεγαληγόρειται

(그는) 자랑된다

쌍수 μεγαληγόρεισθον

(너희 둘은) 자랑된다

μεγαληγόρεισθον

(그 둘은) 자랑된다

복수 μεγαληγοροῦμεθα

(우리는) 자랑된다

μεγαληγόρεισθε

(너희는) 자랑된다

μεγαληγόρουνται

(그들은) 자랑된다

접속법단수 μεγαληγόρωμαι

(나는) 자랑되자

μεγαληγόρῃ

(너는) 자랑되자

μεγαληγόρηται

(그는) 자랑되자

쌍수 μεγαληγόρησθον

(너희 둘은) 자랑되자

μεγαληγόρησθον

(그 둘은) 자랑되자

복수 μεγαληγορώμεθα

(우리는) 자랑되자

μεγαληγόρησθε

(너희는) 자랑되자

μεγαληγόρωνται

(그들은) 자랑되자

기원법단수 μεγαληγοροίμην

(나는) 자랑되기를 (바라다)

μεγαληγόροιο

(너는) 자랑되기를 (바라다)

μεγαληγόροιτο

(그는) 자랑되기를 (바라다)

쌍수 μεγαληγόροισθον

(너희 둘은) 자랑되기를 (바라다)

μεγαληγοροίσθην

(그 둘은) 자랑되기를 (바라다)

복수 μεγαληγοροίμεθα

(우리는) 자랑되기를 (바라다)

μεγαληγόροισθε

(너희는) 자랑되기를 (바라다)

μεγαληγόροιντο

(그들은) 자랑되기를 (바라다)

명령법단수 μεγαληγόρου

(너는) 자랑되어라

μεγαληγορεῖσθω

(그는) 자랑되어라

쌍수 μεγαληγόρεισθον

(너희 둘은) 자랑되어라

μεγαληγορεῖσθων

(그 둘은) 자랑되어라

복수 μεγαληγόρεισθε

(너희는) 자랑되어라

μεγαληγορεῖσθων, μεγαληγορεῖσθωσαν

(그들은) 자랑되어라

부정사 μεγαληγόρεισθαι

자랑되는 것

분사 남성여성중성
μεγαληγορουμενος

μεγαληγορουμενου

μεγαληγορουμενη

μεγαληγορουμενης

μεγαληγορουμενον

μεγαληγορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεγαληγορήσω

(나는) 자랑하겠다

μεγαληγορήσεις

(너는) 자랑하겠다

μεγαληγορήσει

(그는) 자랑하겠다

쌍수 μεγαληγορήσετον

(너희 둘은) 자랑하겠다

μεγαληγορήσετον

(그 둘은) 자랑하겠다

복수 μεγαληγορήσομεν

(우리는) 자랑하겠다

μεγαληγορήσετε

(너희는) 자랑하겠다

μεγαληγορήσουσιν*

(그들은) 자랑하겠다

기원법단수 μεγαληγορήσοιμι

(나는) 자랑하겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοις

(너는) 자랑하겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοι

(그는) 자랑하겠기를 (바라다)

쌍수 μεγαληγορήσοιτον

(너희 둘은) 자랑하겠기를 (바라다)

μεγαληγορησοίτην

(그 둘은) 자랑하겠기를 (바라다)

복수 μεγαληγορήσοιμεν

(우리는) 자랑하겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοιτε

(너희는) 자랑하겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοιεν

(그들은) 자랑하겠기를 (바라다)

부정사 μεγαληγορήσειν

자랑할 것

분사 남성여성중성
μεγαληγορησων

μεγαληγορησοντος

μεγαληγορησουσα

μεγαληγορησουσης

μεγαληγορησον

μεγαληγορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεγαληγορήσομαι

(나는) 자랑되겠다

μεγαληγορήσει, μεγαληγορήσῃ

(너는) 자랑되겠다

μεγαληγορήσεται

(그는) 자랑되겠다

쌍수 μεγαληγορήσεσθον

(너희 둘은) 자랑되겠다

μεγαληγορήσεσθον

(그 둘은) 자랑되겠다

복수 μεγαληγορησόμεθα

(우리는) 자랑되겠다

μεγαληγορήσεσθε

(너희는) 자랑되겠다

μεγαληγορήσονται

(그들은) 자랑되겠다

기원법단수 μεγαληγορησοίμην

(나는) 자랑되겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοιο

(너는) 자랑되겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοιτο

(그는) 자랑되겠기를 (바라다)

쌍수 μεγαληγορήσοισθον

(너희 둘은) 자랑되겠기를 (바라다)

μεγαληγορησοίσθην

(그 둘은) 자랑되겠기를 (바라다)

복수 μεγαληγορησοίμεθα

(우리는) 자랑되겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοισθε

(너희는) 자랑되겠기를 (바라다)

μεγαληγορήσοιντο

(그들은) 자랑되겠기를 (바라다)

부정사 μεγαληγορήσεσθαι

자랑될 것

분사 남성여성중성
μεγαληγορησομενος

μεγαληγορησομενου

μεγαληγορησομενη

μεγαληγορησομενης

μεγαληγορησομενον

μεγαληγορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεγαληγο͂ρουν

(나는) 자랑하고 있었다

ἐμεγαληγο͂ρεις

(너는) 자랑하고 있었다

ἐμεγαληγο͂ρειν*

(그는) 자랑하고 있었다

쌍수 ἐμεγαληγόρειτον

(너희 둘은) 자랑하고 있었다

ἐμεγαληγορεῖτην

(그 둘은) 자랑하고 있었다

복수 ἐμεγαληγόρουμεν

(우리는) 자랑하고 있었다

ἐμεγαληγόρειτε

(너희는) 자랑하고 있었다

ἐμεγαληγο͂ρουν

(그들은) 자랑하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεγαληγοροῦμην

(나는) 자랑되고 있었다

ἐμεγαληγόρου

(너는) 자랑되고 있었다

ἐμεγαληγόρειτο

(그는) 자랑되고 있었다

쌍수 ἐμεγαληγόρεισθον

(너희 둘은) 자랑되고 있었다

ἐμεγαληγορεῖσθην

(그 둘은) 자랑되고 있었다

복수 ἐμεγαληγοροῦμεθα

(우리는) 자랑되고 있었다

ἐμεγαληγόρεισθε

(너희는) 자랑되고 있었다

ἐμεγαληγόρουντο

(그들은) 자랑되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρότερον μὲν γὰρ οὕτω σύνηθεσ ἡγοῦντο καὶ προσῆκον ἔργον αὐτοῖσ εἶναι τὸ νικᾶν τοὺσ πολεμίουσ, ὥστε μήτε θύειν τοῖσ θεοῖσ πλὴν ἀλεκτρυόνα νικητήριον ἐν τῇ πόλει, μήτε μεγαληγορεῖν τοὺσ ἀγωνισαμένουσ, μήτε ὑπερχαίρειν τοὺσ πυνθανομένουσ, ἀλλὰ καὶ τῆσ ἐν Μαντινείᾳ μάχησ γενομένησ, ἣν Θουκυδίδησ γέγραφε, τῷ πρώτῳ φράσαντι τήν νίκην οἱ ἄρχοντεσ ἐκ φιδιτίου κρέασ ἔπεμψαν εὐαγγέλιον, ἄλλο δὲ οὐδέν· (Plutarch, Agesilaus, chapter 33 4:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 33 4:1)

  • ἐπὶ δὲ τοῖσ κατὰ Συνηθείασ ἐκδοθεῖσιν οὕτω κομῶσι καὶ μεγαληγοροῦσιν, ὥστε τοὺσ πάντων ὁμοῦ τῶν Ἀκαδημαϊκῶν λόγουσ εἰσ ταὐτὸ συμφορηθέντασ οὐκ ἀξίουσ; (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 10 9:1)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 10 9:1)

  • "ὥσπερ τῷ Διὶ προσήκει σεμνύνεσθαι ἐπ’ αὑτῷ τε καὶ τῷ βίῳ καὶ μέγα φρονεῖν καί, εἰ δεῖ οὕτωσ εἰπεῖν, ὑψαυχενεῖν καὶ κομᾶν καὶ μεγαληγορεῖν, ἀξίωσ βιοῦντι μεγαληγορίασ· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 13 2:1)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 13 2:1)

  • ἥκιστα δ’ ὢν οἱο͂σ μεγαληγορεῖν ὅμωσ τῶν ἐπαινούντων αὑτοὺσ οὐ βαρέωσ ἤκουεν, ἡγούμενοσ βλάπτειν οὐδὲν αὐτούσ, ὑπισχνεῖσθαι δὲ ἄνδρασ ἀγαθοὺσ ἔσεσθαι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 8 3:3)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 8 3:3)

  • νῦν δ’, ἣν αἰτεῖσθε, ταύτην διδόναι λέγετε, καὶ ἧσ ἀφεῖσθαι ζητεῖτε ὀργῆσ, ταύτησ ὡσ ἀφιέντεσ μεγαληγορεῖτε, συγχέοντεσ τὴν τῆσ ἀληθείασ φύσιν καὶ τὴν τῶν δικαίων ἀξίωσιν ἀναστρέφοντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 73 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 73 4:1)

유의어

  1. 자랑하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION