- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαλακίζομαι?

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: malakizomai 고전 발음: [말라끼도마] 신약 발음: [말라끼조매]

기본형: μαλακίζομαι

형태분석: μαλακίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: μαλακός

  1. to be softened or made effeminate, shew weakness or cowardice
  2. to be softened or appeased

활용 정보

현재 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὐκ εὐπόρως τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ ἀστράβης ὀχηθείς. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 2:7)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 2:7)

  • ἔπειτα γνώμην ἀποδειξαμένης τῆς γυναικὸς μηδὲν ἔτι μαλακίζεσθαι μηδὲ κατοκνεῖν, ἀλλὰ καταβαλόντα τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ ἔργα χωρεῖν διαλλαγὰς πρῶτον εὑρόμενον διὰ φίλων πρὸς τὸν Τύλλιον, ἵνα πιστεύσας ὡς φίλῳ γεγονότι ἧττον αὐτὸν φυλάττοιτο, δόξας δ αὐτὴν τὰ κράτιστα ὑποθέσθαι μετανοεῖν τε περὶ τῶν γεγονότων ἐσκήπτετο καὶ πολλὰ διὰ φίλων λιπαρῶν τὸν Τύλλιον ἠξίου συγγνώμονα γενέσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 38 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 38 2:1)

  • ὅταν δ ἕκαστος διανοηθῇ ὡς ἄλλος ἔσται ὁ πράττων καὶ μαχόμενος, κἂν αὐτὸς μαλακίζηται, τούτοις, ἔφη, εὖ ἴστε ὅτι πᾶσιν ἅμα πάντα ἥκει τὰ χαλεπὰ φερόμενα. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 5:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 5:3)

  • ὑμεῖς γὰρ ὄπισθεν ὄντες τούς τ ἀγαθοὺς ἂν ἐφορῶντες καὶ ἐπικελεύοντες αὐτοῖς ἔτι κρείττους ποιοῖτε, καὶ εἴ τις μαλακίζοιτο, καὶ τοῦτον ὁρῶντες οὐκ ἂν ἐπιτρέποιτε αὐτῷ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 50:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 50:3)

  • εἰ γὰρ ἐκεῖνοι μὲν οὕτω σφόδρα καρτερεῖν ἠπίσταντο ὥστε μηδὲ τοῦ σώματος φείδεσθαι τοῦ ἑαυτῶν, ἀλλὰ τὰς ἐσχάτας ἀλγηδόνας καὶ πόνους ὑπομένειν ὑπὲρ τοῦ μηδὲν τῶν ἐξ ἀρχῆς ἐγνωσμένων ἐγκαταλιπεῖν, οὗτοι δ, ἐξὸν ἄνευ πραγμάτων καὶ ταλαιπωρίας τὴν ὑπόθεσιν διασώζειν τὴν ἑαυτῶν, αἱροῦνται μαλακίζεσθαι, πῶς οὐχὶ δικαίως ὁτιοῦν ἂν πάθοιεν· (Aristides, Aelius, Orationes, 5:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:4)

유의어

  1. to be softened or appeased

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION