- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λυπέω?

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: lypeō 고전 발음: [뤼뻬오:] 신약 발음: [뤼빼오]

기본형: λυπέω

형태분석: λυπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고생시키다, 괴롭히다, 성가시게 하다, 짜증나게 하다, 슬프다, 고통을 주다
  2. 괴롭히다, 성가시게 하다, 걱정시키다
  1. to give pain to, to pain, distress, grieve, vex
  2. (absolute) to cause pain or grief
  3. (in historical writers, of cavalry and light troops) to harass, annoy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λύπω

(나는) 고생시킨다

λύπεις

(너는) 고생시킨다

λύπει

(그는) 고생시킨다

쌍수 λύπειτον

(너희 둘은) 고생시킨다

λύπειτον

(그 둘은) 고생시킨다

복수 λύπουμεν

(우리는) 고생시킨다

λύπειτε

(너희는) 고생시킨다

λύπουσι(ν)

(그들은) 고생시킨다

접속법단수 λύπω

(나는) 고생시키자

λύπῃς

(너는) 고생시키자

λύπῃ

(그는) 고생시키자

쌍수 λύπητον

(너희 둘은) 고생시키자

λύπητον

(그 둘은) 고생시키자

복수 λύπωμεν

(우리는) 고생시키자

λύπητε

(너희는) 고생시키자

λύπωσι(ν)

(그들은) 고생시키자

기원법단수 λύποιμι

(나는) 고생시키기를 (바라다)

λύποις

(너는) 고생시키기를 (바라다)

λύποι

(그는) 고생시키기를 (바라다)

쌍수 λύποιτον

(너희 둘은) 고생시키기를 (바라다)

λυποίτην

(그 둘은) 고생시키기를 (바라다)

복수 λύποιμεν

(우리는) 고생시키기를 (바라다)

λύποιτε

(너희는) 고생시키기를 (바라다)

λύποιεν

(그들은) 고생시키기를 (바라다)

명령법단수 λῦπει

(너는) 고생시켜라

λυπεῖτω

(그는) 고생시켜라

쌍수 λύπειτον

(너희 둘은) 고생시켜라

λυπεῖτων

(그 둘은) 고생시켜라

복수 λύπειτε

(너희는) 고생시켜라

λυποῦντων, λυπεῖτωσαν

(그들은) 고생시켜라

부정사 λύπειν

고생시키는 것

분사 남성여성중성
λυπων

λυπουντος

λυπουσα

λυπουσης

λυπουν

λυπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λύπουμαι

(나는) 고생한다

λύπει, λύπῃ

(너는) 고생한다

λύπειται

(그는) 고생한다

쌍수 λύπεισθον

(너희 둘은) 고생한다

λύπεισθον

(그 둘은) 고생한다

복수 λυποῦμεθα

(우리는) 고생한다

λύπεισθε

(너희는) 고생한다

λύπουνται

(그들은) 고생한다

접속법단수 λύπωμαι

(나는) 고생하자

λύπῃ

(너는) 고생하자

λύπηται

(그는) 고생하자

쌍수 λύπησθον

(너희 둘은) 고생하자

λύπησθον

(그 둘은) 고생하자

복수 λυπώμεθα

(우리는) 고생하자

λύπησθε

(너희는) 고생하자

λύπωνται

(그들은) 고생하자

기원법단수 λυποίμην

(나는) 고생하기를 (바라다)

λύποιο

(너는) 고생하기를 (바라다)

λύποιτο

(그는) 고생하기를 (바라다)

쌍수 λύποισθον

(너희 둘은) 고생하기를 (바라다)

λυποίσθην

(그 둘은) 고생하기를 (바라다)

복수 λυποίμεθα

(우리는) 고생하기를 (바라다)

λύποισθε

(너희는) 고생하기를 (바라다)

λύποιντο

(그들은) 고생하기를 (바라다)

명령법단수 λύπου

(너는) 고생해라

λυπεῖσθω

(그는) 고생해라

쌍수 λύπεισθον

(너희 둘은) 고생해라

λυπεῖσθων

(그 둘은) 고생해라

복수 λύπεισθε

(너희는) 고생해라

λυπεῖσθων, λυπεῖσθωσαν

(그들은) 고생해라

부정사 λύπεισθαι

고생하는 것

분사 남성여성중성
λυπουμενος

λυπουμενου

λυπουμενη

λυπουμενης

λυπουμενον

λυπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλῦπουν

(나는) 고생시키고 있었다

ἐλῦπεις

(너는) 고생시키고 있었다

ἐλῦπει(ν)

(그는) 고생시키고 있었다

쌍수 ἐλύπειτον

(너희 둘은) 고생시키고 있었다

ἐλυπεῖτην

(그 둘은) 고생시키고 있었다

복수 ἐλύπουμεν

(우리는) 고생시키고 있었다

ἐλύπειτε

(너희는) 고생시키고 있었다

ἐλῦπουν

(그들은) 고생시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλυποῦμην

(나는) 고생하고 있었다

ἐλύπου

(너는) 고생하고 있었다

ἐλύπειτο

(그는) 고생하고 있었다

쌍수 ἐλύπεισθον

(너희 둘은) 고생하고 있었다

ἐλυπεῖσθην

(그 둘은) 고생하고 있었다

복수 ἐλυποῦμεθα

(우리는) 고생하고 있었다

ἐλύπεισθε

(너희는) 고생하고 있었다

ἐλύπουντο

(그들은) 고생하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γινώσκω, χαρίεσσα, φιλεῖν πάνυ τὸν φιλέοντα, καὶ πάλι γινώσκω τόν με δακόντα δακεῖν μὴ λύπει με λίην στέργοντά σε, μηδ ἐρεθίζειν τὰς βαρυοργήτους σοι θέλε Πιερίδας. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 1071)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 1071)

  • ὥσπερ ὄξος ἕλκει ἀσύμφορον, οὕτως προσπεσὸν πάθος ἐν σώματι καρδίαν λυπεῖ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 25:21)

    (70인역 성경, 잠언 25:21)

  • οὐχ ἡ δόσις τῶν χρημάτων λυπεῖ, ἀλλ ἡ πρᾶξις τοῦ λαμβάνοντος, ἐὰν ᾖ κατὰ τοῦ συμφέροντος. (Demades, On the Twelve Years, 21:1)

    (데마데스, On the Twelve Years, 21:1)

  • συνειδὼς γὰρ Ἡρόδοτος, ὅτι πᾶσα μῆκος ἔχουσα πολὺ διήγησις ἂν μὲν ἀναπαύσεις τινὰς λαμβάνῃ, τὰς ψυχὰς τῶν ἀκροωμένων ἡδέως διατίθησιν, ἐὰν δὲ ἐπὶ τῶν αὐτῶν μένῃ πραγμάτων, κἂν τὰ μάλιστα ἐπιτυγχάνηται, λυπεῖ τὴν ἀκοὴν τῷ κόρῳ, ποικίλην ἐβουλήθη ποιῆσαι τὴν γραφὴν Ὁμήρου ζηλωτὴς γενόμενος: (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 11:3)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 11:3)

  • οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν, ὥσθ ὁπόταν τι δάκνῃ, τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον, ἀλλὰ καὶ βοὸς καὶ ἵππου, καὶ ἐλέφαντα λυπεῖ ἐς τὰς ῥυτίδας αὐτοῦ παρεισδυομένη καὶ τῇ αὑτῆς προνομαίᾳ κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους ἀμύσσουσα. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 6:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 6:1)

  • ἀλλ ἐγὼ οἶδ ὅπερ μάλιστα λυπεῖ αὐτόν, ὅτι μὴ τὰ γλίσχρα ἐκεῖνα καὶ λεπτὰ κάθημαι πρὸς αὐτὸν σμικρολογούμενος, εἰ ἀθάνατος ἡ ψυχή, καὶ πόσας κοτύλας ὁ θεὸς ὁπότε τὸν κόσμον εἰργάσατο τῆς ἀμιγοῦς καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσης οὐσίας ἐνέχεεν εἰς τὸν κρατῆρα ἐν ᾧ τὰ πάντα ἐκεράννυτο, καὶ εἰ ἡ Ῥητορικὴ πολιτικῆς μορίου εἴδωλον, κολακείας τὸ τέταρτον. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:3)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:3)

유의어

  1. 고생시키다

  2. 괴롭히다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION