Ancient Greek-English Dictionary Language

λογοποιέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λογοποιέω λογοποιήσω

Structure: λογοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to invent stories, to write, compose
  2. to fabricate
  3. to write speeches

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λογοποίω λογοποίεις λογοποίει
Dual λογοποίειτον λογοποίειτον
Plural λογοποίουμεν λογοποίειτε λογοποίουσιν*
SubjunctiveSingular λογοποίω λογοποίῃς λογοποίῃ
Dual λογοποίητον λογοποίητον
Plural λογοποίωμεν λογοποίητε λογοποίωσιν*
OptativeSingular λογοποίοιμι λογοποίοις λογοποίοι
Dual λογοποίοιτον λογοποιοίτην
Plural λογοποίοιμεν λογοποίοιτε λογοποίοιεν
ImperativeSingular λογοποῖει λογοποιεῖτω
Dual λογοποίειτον λογοποιεῖτων
Plural λογοποίειτε λογοποιοῦντων, λογοποιεῖτωσαν
Infinitive λογοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λογοποιων λογοποιουντος λογοποιουσα λογοποιουσης λογοποιουν λογοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λογοποίουμαι λογοποίει, λογοποίῃ λογοποίειται
Dual λογοποίεισθον λογοποίεισθον
Plural λογοποιοῦμεθα λογοποίεισθε λογοποίουνται
SubjunctiveSingular λογοποίωμαι λογοποίῃ λογοποίηται
Dual λογοποίησθον λογοποίησθον
Plural λογοποιώμεθα λογοποίησθε λογοποίωνται
OptativeSingular λογοποιοίμην λογοποίοιο λογοποίοιτο
Dual λογοποίοισθον λογοποιοίσθην
Plural λογοποιοίμεθα λογοποίοισθε λογοποίοιντο
ImperativeSingular λογοποίου λογοποιεῖσθω
Dual λογοποίεισθον λογοποιεῖσθων
Plural λογοποίεισθε λογοποιεῖσθων, λογοποιεῖσθωσαν
Infinitive λογοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λογοποιουμενος λογοποιουμενου λογοποιουμενη λογοποιουμενης λογοποιουμενον λογοποιουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λογοποιήσω λογοποιήσεις λογοποιήσει
Dual λογοποιήσετον λογοποιήσετον
Plural λογοποιήσομεν λογοποιήσετε λογοποιήσουσιν*
OptativeSingular λογοποιήσοιμι λογοποιήσοις λογοποιήσοι
Dual λογοποιήσοιτον λογοποιησοίτην
Plural λογοποιήσοιμεν λογοποιήσοιτε λογοποιήσοιεν
Infinitive λογοποιήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λογοποιησων λογοποιησοντος λογοποιησουσα λογοποιησουσης λογοποιησον λογοποιησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λογοποιήσομαι λογοποιήσει, λογοποιήσῃ λογοποιήσεται
Dual λογοποιήσεσθον λογοποιήσεσθον
Plural λογοποιησόμεθα λογοποιήσεσθε λογοποιήσονται
OptativeSingular λογοποιησοίμην λογοποιήσοιο λογοποιήσοιτο
Dual λογοποιήσοισθον λογοποιησοίσθην
Plural λογοποιησοίμεθα λογοποιήσοισθε λογοποιήσοιντο
Infinitive λογοποιήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λογοποιησομενος λογοποιησομενου λογοποιησομενη λογοποιησομενης λογοποιησομενον λογοποιησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ μέντοι Δρόμων ἔφασκε παιδεραστήν τινα εἶναι τὸν Ἀρισταίνετον καὶ ἐπὶ προφάσει τῶν μαθημάτων συνεῖναι τοῖσ ὡραιοτάτοισ τῶν νέων καὶ ἰδίᾳ λογοποιεῖσθαι πρὸσ τὸν Κλεινίαν ὑποσχέσεισ τινὰσ ὑπισχνούμενον ὡσ ἰσόθεον ἀποφανεῖ αὐτόν. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:5)

Synonyms

  1. to fabricate

  2. to write speeches

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION