Ancient Greek-English Dictionary Language

λιστός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λιστός λιστή λιστόν

Structure: λιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/ssomai

Sense

  1. to be moved by prayer

Examples

  • τᾷ ποτ’ Ἀβαντιάδασ βωμὸν κατένασσε πολύλ‐ λιστον εὔπεπλοί τε κοῦραι· (Bacchylides, , epinicians, ode 11 3:4)
  • συγγενόμενοσ δὲ καὶ καταγωνισάμενοσ καὶ μεταστήσασ ἐκ τῆσ προαιρέσεωσ αὐτόν ἧκεν ἄγων εἰσ τὸ στρατόπεδον, περιχαρὴσ καὶ μεγαλοφρονῶν, ὥσ τι λιστον ᾑρηκὼσ καὶ λαμπρότερον ὧν Πομπήϊοσ τότε καὶ Λεύκολλοσ ἐθνῶν καὶ βασιλειῶν κατεστρέφοντο σὺν ὅπλοισ περιϊόντεσ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 10 2:1)

Synonyms

  1. to be moved by prayer

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION