λισσάς
;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λισσάς
λισσάδος
어원: pecul. fem. of lisso/s
뜻
- 매끄러운, 광내다, 단순한
- 단순한, 순수한, 밝히다
- smooth, bare
- a bare, smooth cliff
- κοὐκ εἶμι πέτρασ λισσάδοσ πρὸσ ἅλματα ἢ φάσγανον πρὸσ ἧπαρ ἐξακοντίσασ τέκνοισ δικαστὴσ αἵματοσ γενήσομαι; (Euripides, Heracles, episode, lyric 2:26)
(에우리피데스, Heracles, episode, lyric 2:26)
- πόθεν δέ μοι γένοιτ’ ἂν αἰθέροσ θρόνοσ, πρὸσ ὃν νέφη μυδηλὰ γίγνεται χιών, ἢ λισσὰσ αἰγίλιψ ἀπρόσ‐ δεικτοσ οἰόφρων κρεμὰσ γυπιὰσ πέτρα, βαθὺ πτῶμα μαρτυροῦσά μοι, πρὶν δαί̈κτοροσ βίᾳ καρδίασ γάμου κυρῆσαι; (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 21)
(아이스킬로스, 탄원하는 여인들, choral, strophe 21)
- τὰσ δὲ καὶ αὐτὸσ ἄναξ κορυφῆσ ἔπι λισσάδοσ ἄκρησ ὀρθὸσ ἐπὶ στελεῇ τυπίδοσ βαρὺν ὦμον ἐρείσασ Ἥφαιστοσ θηεῖτο, καὶ αἰγλήεντοσ ὕπερθεν οὐρανοῦ ἑστηυῖα Διὸσ δάμαρ· (Apollodorus, Argonautica, book 4 15:35)
(아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 15:35)
- Πᾶνά με τόνδ’ ἱερῆσ ἐπὶ λισσάδοσ, αἰγιαλίτην Πᾶνα, τὸν εὐόρμων τῇδ’ ἔφορον λιμένων, οἱ γριπῆεσ ἔθεντο· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 101)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 101)