헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιπάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λιπάω

형태분석: λιπά (어간) + ω (인칭어미)

어원: li/pas, li/pos

  1. to be fat and sleek

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λίπω

λίπᾳς

λίπᾳ

쌍수 λίπᾱτον

λίπᾱτον

복수 λίπωμεν

λίπᾱτε

λίπωσιν*

접속법단수 λίπω

λίπῃς

λίπῃ

쌍수 λίπητον

λίπητον

복수 λίπωμεν

λίπητε

λίπωσιν*

기원법단수 λίπῳμι

λίπῳς

λίπῳ

쌍수 λίπῳτον

λιπῷτην

복수 λίπῳμεν

λίπῳτε

λίπῳεν

명령법단수 λῖπᾱ

λιπᾶτω

쌍수 λίπᾱτον

λιπᾶτων

복수 λίπᾱτε

λιπῶντων, λιπᾶτωσαν

부정사 λίπᾱν

분사 남성여성중성
λιπων

λιπωντος

λιπωσα

λιπωσης

λιπων

λιπωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λίπωμαι

λίπᾳ

λίπᾱται

쌍수 λίπᾱσθον

λίπᾱσθον

복수 λιπῶμεθα

λίπᾱσθε

λίπωνται

접속법단수 λίπωμαι

λίπῃ

λίπηται

쌍수 λίπησθον

λίπησθον

복수 λιπώμεθα

λίπησθε

λίπωνται

기원법단수 λιπῷμην

λίπῳο

λίπῳτο

쌍수 λίπῳσθον

λιπῷσθην

복수 λιπῷμεθα

λίπῳσθε

λίπῳντο

명령법단수 λίπω

λιπᾶσθω

쌍수 λίπᾱσθον

λιπᾶσθων

복수 λίπᾱσθε

λιπᾶσθων, λιπᾶσθωσαν

부정사 λίπᾱσθαι

분사 남성여성중성
λιπωμενος

λιπωμενου

λιπωμενη

λιπωμενης

λιπωμενον

λιπωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κλέοσ γὰρ οὔ σε μὴ λίπῃ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, lyric4)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, lyric4)

  • διά γ’ ὑμᾶσ, ἵνα τάσ τε μαρτυρίασ τὰσ ἡμετέρασ λίπῃ, καὶ νῦν ὑμεῖσ ὅ τι ἂν βούλησθε λέγητε κατ’ αὐτοῦ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 40:2)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 40:2)

  • μάχην γὰρ οὐδεμίαν γεγονέναι, τὸν δὲ νόμον κελεύειν, ἐάν τισ λίπῃ τὴν τάξιν εἰσ τοὐπίσω δειλίασ ἕνεκα, μαχομένων τῶν ἄλλων, περὶ τούτου τοὺσ στρατιώτασ δικάζειν. (Lysias, Speeches, 7:2)

    (리시아스, Speeches, 7:2)

  • πάντα περικνίξασθε, καὶ ἄγγεα κηρώσασθε, ὄφρα μελισσοσόοσ Πὰν ἐπικυψέλιοσ γεύσηται τὸ μὲν αὐτόσ, ὁ δὲ βλιστηρίδι χειρὶ καπνώσασ βαιὴν κὔμμι λίπῃ μερίδα. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 226 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 226 1:1)

  • ἡμεῖσ δ’ ἐσθίομεν κεκλημένοι ἁλμυρὰ πάντα, χέννια, καὶ τυρούσ, χηνὸσ ἁλιστὰ λίπη, ὄρνια καὶ μόσχεια· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 377 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 377 1:1)

유의어

  1. to be fat and sleek

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION