Ancient Greek-English Dictionary Language

λῃστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λῃστικός λῃστική λῃστικόν

Structure: λῃστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to rob, piratical, buccaneering, piracy, a band of robbers
  2. in the manner of pirates;

Examples

  • ὅσα μὲν δὴ στρατιώτησ ὢν ἐν σφενδονήτου καὶ ψιλοῦ μέρει τὸ ἀπ’ ἀρχῆσ ἐναντί’ ἐστράτευται τῇ πόλει, οὐ τίθημ’ ἐν ἀδικήματοσ μέρει, οὐδ’ ὅτι λῃστικόν ποτε πλοῖον ἔχων ἐλῄζετο τοὺσ ὑμετέρουσ συμμάχουσ, ἀλλ’ ἐῶ ταῦτα. (Demosthenes, Speeches 21-30, 207:1)
  • τὴν μὲν λῃστικὴν καὶ ἀνδραποδιστικὴν καὶ τυραννικὴν καὶ σύμπασαν τὴν πολεμικήν, ἓν πάντα, βίαιον θήραν, ὁρισάμενοι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 39:4)
  • οἱ δὲ αὐτοὺσ ἐκέλευον ἐκδοῦναί τε αὐτοῖσ Λασθένη τὸν πολεμήσαντα Ἀντωνίῳ, καὶ τὰ σκάφη τὰ λῃστικὰ πάντα παραδοῦναι, καὶ ὅσα Ῥωμαίων εἶχον αἰχμάλωτα, καὶ ὅμηρα τριακόσια καὶ ἀργυρίου τάλαντα τετρακισχίλια. (Appian, The Foreign Wars, chapter 4:7)
  • καὶ οἱ Κρῆτεσ ἐσ Πομπήιον Μάγνον, στρατηγοῦντα τοῦ λῃστικοῦ καὶ Μιθριδατείου πολέμου, πέμψαντεσ ἔφασαν ἑαυτοὺσ ἐλθόντι ἐπιτρέψειν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5:4)
  • τὸ δὲ Κοστοβώκων τε τῶν λῃστικῶν τὸ κατ’ ἐμὲ τὴν Ἑλλάδα ἐπιδραμὸν ἀφίκετο καὶ ἐπὶ τὴν Ἐλάτειαν· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 34 8:1)

Synonyms

  1. in the manner of pirates

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION