헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρυπτεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κρυπτεύω κρυπτεύσω

형태분석: κρυπτεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kru/ptw

  1. 숨기다, 감추다, 가리다
  1. to conceal, hide
  2. to hide oneself, lie concealed
  3. to be ensnared

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρυπτεύω

(나는) 숨긴다

κρυπτεύεις

(너는) 숨긴다

κρυπτεύει

(그는) 숨긴다

쌍수 κρυπτεύετον

(너희 둘은) 숨긴다

κρυπτεύετον

(그 둘은) 숨긴다

복수 κρυπτεύομεν

(우리는) 숨긴다

κρυπτεύετε

(너희는) 숨긴다

κρυπτεύουσιν*

(그들은) 숨긴다

접속법단수 κρυπτεύω

(나는) 숨기자

κρυπτεύῃς

(너는) 숨기자

κρυπτεύῃ

(그는) 숨기자

쌍수 κρυπτεύητον

(너희 둘은) 숨기자

κρυπτεύητον

(그 둘은) 숨기자

복수 κρυπτεύωμεν

(우리는) 숨기자

κρυπτεύητε

(너희는) 숨기자

κρυπτεύωσιν*

(그들은) 숨기자

기원법단수 κρυπτεύοιμι

(나는) 숨기기를 (바라다)

κρυπτεύοις

(너는) 숨기기를 (바라다)

κρυπτεύοι

(그는) 숨기기를 (바라다)

쌍수 κρυπτεύοιτον

(너희 둘은) 숨기기를 (바라다)

κρυπτευοίτην

(그 둘은) 숨기기를 (바라다)

복수 κρυπτεύοιμεν

(우리는) 숨기기를 (바라다)

κρυπτεύοιτε

(너희는) 숨기기를 (바라다)

κρυπτεύοιεν

(그들은) 숨기기를 (바라다)

명령법단수 κρύπτευε

(너는) 숨겨라

κρυπτευέτω

(그는) 숨겨라

쌍수 κρυπτεύετον

(너희 둘은) 숨겨라

κρυπτευέτων

(그 둘은) 숨겨라

복수 κρυπτεύετε

(너희는) 숨겨라

κρυπτευόντων, κρυπτευέτωσαν

(그들은) 숨겨라

부정사 κρυπτεύειν

숨기는 것

분사 남성여성중성
κρυπτευων

κρυπτευοντος

κρυπτευουσα

κρυπτευουσης

κρυπτευον

κρυπτευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρυπτεύομαι

(나는) 숨겨진다

κρυπτεύει, κρυπτεύῃ

(너는) 숨겨진다

κρυπτεύεται

(그는) 숨겨진다

쌍수 κρυπτεύεσθον

(너희 둘은) 숨겨진다

κρυπτεύεσθον

(그 둘은) 숨겨진다

복수 κρυπτευόμεθα

(우리는) 숨겨진다

κρυπτεύεσθε

(너희는) 숨겨진다

κρυπτεύονται

(그들은) 숨겨진다

접속법단수 κρυπτεύωμαι

(나는) 숨겨지자

κρυπτεύῃ

(너는) 숨겨지자

κρυπτεύηται

(그는) 숨겨지자

쌍수 κρυπτεύησθον

(너희 둘은) 숨겨지자

κρυπτεύησθον

(그 둘은) 숨겨지자

복수 κρυπτευώμεθα

(우리는) 숨겨지자

κρυπτεύησθε

(너희는) 숨겨지자

κρυπτεύωνται

(그들은) 숨겨지자

기원법단수 κρυπτευοίμην

(나는) 숨겨지기를 (바라다)

κρυπτεύοιο

(너는) 숨겨지기를 (바라다)

κρυπτεύοιτο

(그는) 숨겨지기를 (바라다)

쌍수 κρυπτεύοισθον

(너희 둘은) 숨겨지기를 (바라다)

κρυπτευοίσθην

(그 둘은) 숨겨지기를 (바라다)

복수 κρυπτευοίμεθα

(우리는) 숨겨지기를 (바라다)

κρυπτεύοισθε

(너희는) 숨겨지기를 (바라다)

κρυπτεύοιντο

(그들은) 숨겨지기를 (바라다)

명령법단수 κρυπτεύου

(너는) 숨겨져라

κρυπτευέσθω

(그는) 숨겨져라

쌍수 κρυπτεύεσθον

(너희 둘은) 숨겨져라

κρυπτευέσθων

(그 둘은) 숨겨져라

복수 κρυπτεύεσθε

(너희는) 숨겨져라

κρυπτευέσθων, κρυπτευέσθωσαν

(그들은) 숨겨져라

부정사 κρυπτεύεσθαι

숨겨지는 것

분사 남성여성중성
κρυπτευομενος

κρυπτευομενου

κρυπτευομενη

κρυπτευομενης

κρυπτευομενον

κρυπτευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρυπτεύσω

(나는) 숨기겠다

κρυπτεύσεις

(너는) 숨기겠다

κρυπτεύσει

(그는) 숨기겠다

쌍수 κρυπτεύσετον

(너희 둘은) 숨기겠다

κρυπτεύσετον

(그 둘은) 숨기겠다

복수 κρυπτεύσομεν

(우리는) 숨기겠다

κρυπτεύσετε

(너희는) 숨기겠다

κρυπτεύσουσιν*

(그들은) 숨기겠다

기원법단수 κρυπτεύσοιμι

(나는) 숨기겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοις

(너는) 숨기겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοι

(그는) 숨기겠기를 (바라다)

쌍수 κρυπτεύσοιτον

(너희 둘은) 숨기겠기를 (바라다)

κρυπτευσοίτην

(그 둘은) 숨기겠기를 (바라다)

복수 κρυπτεύσοιμεν

(우리는) 숨기겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοιτε

(너희는) 숨기겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοιεν

(그들은) 숨기겠기를 (바라다)

부정사 κρυπτεύσειν

숨길 것

분사 남성여성중성
κρυπτευσων

κρυπτευσοντος

κρυπτευσουσα

κρυπτευσουσης

κρυπτευσον

κρυπτευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρυπτεύσομαι

(나는) 숨겨지겠다

κρυπτεύσει, κρυπτεύσῃ

(너는) 숨겨지겠다

κρυπτεύσεται

(그는) 숨겨지겠다

쌍수 κρυπτεύσεσθον

(너희 둘은) 숨겨지겠다

κρυπτεύσεσθον

(그 둘은) 숨겨지겠다

복수 κρυπτευσόμεθα

(우리는) 숨겨지겠다

κρυπτεύσεσθε

(너희는) 숨겨지겠다

κρυπτεύσονται

(그들은) 숨겨지겠다

기원법단수 κρυπτευσοίμην

(나는) 숨겨지겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοιο

(너는) 숨겨지겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοιτο

(그는) 숨겨지겠기를 (바라다)

쌍수 κρυπτεύσοισθον

(너희 둘은) 숨겨지겠기를 (바라다)

κρυπτευσοίσθην

(그 둘은) 숨겨지겠기를 (바라다)

복수 κρυπτευσοίμεθα

(우리는) 숨겨지겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοισθε

(너희는) 숨겨지겠기를 (바라다)

κρυπτεύσοιντο

(그들은) 숨겨지겠기를 (바라다)

부정사 κρυπτεύσεσθαι

숨겨질 것

분사 남성여성중성
κρυπτευσομενος

κρυπτευσομενου

κρυπτευσομενη

κρυπτευσομενης

κρυπτευσομενον

κρυπτευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρύπτευον

(나는) 숨기고 있었다

ἐκρύπτευες

(너는) 숨기고 있었다

ἐκρύπτευεν*

(그는) 숨기고 있었다

쌍수 ἐκρυπτεύετον

(너희 둘은) 숨기고 있었다

ἐκρυπτευέτην

(그 둘은) 숨기고 있었다

복수 ἐκρυπτεύομεν

(우리는) 숨기고 있었다

ἐκρυπτεύετε

(너희는) 숨기고 있었다

ἐκρύπτευον

(그들은) 숨기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρυπτευόμην

(나는) 숨겨지고 있었다

ἐκρυπτεύου

(너는) 숨겨지고 있었다

ἐκρυπτεύετο

(그는) 숨겨지고 있었다

쌍수 ἐκρυπτεύεσθον

(너희 둘은) 숨겨지고 있었다

ἐκρυπτευέσθην

(그 둘은) 숨겨지고 있었다

복수 ἐκρυπτευόμεθα

(우리는) 숨겨지고 있었다

ἐκρυπτεύεσθε

(너희는) 숨겨지고 있었다

ἐκρυπτεύοντο

(그들은) 숨겨지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 숨기다

  2. to hide oneself

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION