헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολυμβάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κολυμβάω

형태분석: κολυμβά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to plunge into the sea

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολυμβῶ

κολυμβᾷς

κολυμβᾷ

쌍수 κολυμβᾶτον

κολυμβᾶτον

복수 κολυμβῶμεν

κολυμβᾶτε

κολυμβῶσιν*

접속법단수 κολυμβῶ

κολυμβῇς

κολυμβῇ

쌍수 κολυμβῆτον

κολυμβῆτον

복수 κολυμβῶμεν

κολυμβῆτε

κολυμβῶσιν*

기원법단수 κολυμβῷμι

κολυμβῷς

κολυμβῷ

쌍수 κολυμβῷτον

κολυμβῴτην

복수 κολυμβῷμεν

κολυμβῷτε

κολυμβῷεν

명령법단수 κολύμβᾱ

κολυμβᾱ́τω

쌍수 κολυμβᾶτον

κολυμβᾱ́των

복수 κολυμβᾶτε

κολυμβώντων, κολυμβᾱ́τωσαν

부정사 κολυμβᾶν

분사 남성여성중성
κολυμβων

κολυμβωντος

κολυμβωσα

κολυμβωσης

κολυμβων

κολυμβωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολυμβῶμαι

κολυμβᾷ

κολυμβᾶται

쌍수 κολυμβᾶσθον

κολυμβᾶσθον

복수 κολυμβώμεθα

κολυμβᾶσθε

κολυμβῶνται

접속법단수 κολυμβῶμαι

κολυμβῇ

κολυμβῆται

쌍수 κολυμβῆσθον

κολυμβῆσθον

복수 κολυμβώμεθα

κολυμβῆσθε

κολυμβῶνται

기원법단수 κολυμβῴμην

κολυμβῷο

κολυμβῷτο

쌍수 κολυμβῷσθον

κολυμβῴσθην

복수 κολυμβῴμεθα

κολυμβῷσθε

κολυμβῷντο

명령법단수 κολυμβῶ

κολυμβᾱ́σθω

쌍수 κολυμβᾶσθον

κολυμβᾱ́σθων

복수 κολυμβᾶσθε

κολυμβᾱ́σθων, κολυμβᾱ́σθωσαν

부정사 κολυμβᾶσθαι

분사 남성여성중성
κολυμβωμενος

κολυμβωμενου

κολυμβωμενη

κολυμβωμενης

κολυμβωμενον

κολυμβωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκ ἆρα μῦθοσ ἦν ἐκεῖνοσ εἰκαῖοσ, ὡσ ἀτυχήσ τισ ἐὼν τὸν πόδα κολυμβῶν περιέπειρέ πωσ ἥλῳ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. i'. EUKLEIDHS 5:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. i'. EUKLEIDHS 5:2)

유의어

  1. to plunge into the sea

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION