Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινολογέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: κοινολογέομαι

Structure: κοινολογέ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: lo/gos

Sense

  1. to commune or take counsel with

Conjugation

Present tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ’ ὅμωσ τῶν ἀντιτέχνων τισ Ἀντίφιλοσ τοὔνομα ὑπὸ φθόνου τῆσ παρὰ βασιλεῖ τιμῆσ καὶ ὑπὸ τῆσ κατὰ τὴν τέχνην ζηλοτυπίασ κατεῖπεν αὐτὸν πρὸσ τὸν ’ Πτολεμαῖον ὡσ εἰή κεκοινωνηκὼσ τῶν ὅλων καὶ ὡσ θεάσαιτό τισ αὐτὸν ἐν Φοινίκῃ συνεστιώμενον Θεοδότᾳ καὶ παρ’ ὅλον τὸ δεῖπνον πρὸσ τὸ οὖσ αὐτῷ κοινολογούμενον, καὶ τέλοσ ἀπέφηνε τὴν Τύρου ἀπόστασιν καὶ Πηλουσίου κατάληψιν ἐκ τῆσ Ἀπελλοῦ συμβουλῆσ γεγονέναι. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 2:4)
  • πῶσ γὰρ οἰεί τὴν ψυχὴν διατεθεῖσθαί μοι, ὅταν ἴδω τούτων τινά, μάλιστα τῶν προβεβηκότων, ἀναμεμιγμένον κολάκων ὄχλῳ καὶ τῶν ἐπ’ ἀξίασ τινὰ δορυφοροῦντα καὶ τοῖσ ἐπὶ τὰ δεῖπνα παραγγέλλουσι κοινολογούμενον, ἐπισημότερον δὲ τῶν ἄλλων ἀπὸ τοῦ σχήματοσ ὄντα καὶ φανερώτερον; (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 24:3)
  • Μάρτυρεσ Τελέδημοσ Κλέωνοσ, Ὑπερείδησ Καλλαίσχρου, Νικόμαχοσ Διοφάντου μαρτυροῦσι Δημοσθένει καὶ ἐπωμόσαντο ἐπὶ τῶν στρατηγῶν εἰδέναι Αἰσχίνην Ἀτρομήτου Κοθωκίδην συνερχόμενον νυκτὸσ εἰσ τὴν Θράσωνοσ οἰκίαν καὶ κοινολογούμενον Ἀναξίνῳ, ὃσ ἐκρίθη εἶναι κατάσκοποσ παρὰ Φιλίππου. (Demosthenes, Speeches 11-20, 202:4)

Synonyms

  1. to commune or take counsel with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION