- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλάδος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: klados 고전 발음: [라도] 신약 발음: [라도]

기본형: κλάδος κλάδου

형태분석: κλαδ (어간) + ος (어미)

어원: κλάω

  1. 나무의 싹, 나무의 어린 가지
  2. 올리브 가지
  1. a young slip or shoot of a tree, such as is broken off for grafting
  2. an olive-branch which was wound round with wool and presented by suppliants, laurel branches used in temples

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλάδος

나무의 싹이

κλάδω

나무의 싹들이

κλάδοι

나무의 싹들이

속격 κλάδου

나무의 싹의

κλάδοιν

나무의 싹들의

κλάδων

나무의 싹들의

여격 κλάδῳ

나무의 싹에게

κλάδοιν

나무의 싹들에게

κλάδοις

나무의 싹들에게

대격 κλάδον

나무의 싹을

κλάδω

나무의 싹들을

κλάδους

나무의 싹들을

호격 κλάδε

나무의 싹아

κλάδω

나무의 싹들아

κλάδοι

나무의 싹들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἂν γὰρ ἐν κλάδοις πρὸς καιρὸν ἀναθάλῃ, ἐπισφαλῶς βεβηκότα ὑπὸ ἀνέμου σαλευθήσεται καὶ ὑπὸ βίας ἀνέμων ἐκριζωθήσεται. (Septuagint, Liber Sapientiae 4:4)

    (70인역 성경, 지혜서 4:4)

  • ἐν γὰρ εὐφροσύνῃ ἐξελεύσεσθε καὶ ἐν χαρᾷ διδαχθήσεσθε. τὰ γὰρ ὄρη καὶ οἱ βουνοὶ ἐξαλοῦνται προσδεχόμενοι ὑμᾶς ἐν χαρᾷ, καὶ πάντα τὰ ξύλα τοῦ ἀγροῦ ἐπικροτήσει τοῖς κλάδοις, (Septuagint, Liber Isaiae 55:12)

    (70인역 성경, 이사야서 55:12)

  • κυπάρισσοι τοιαῦται οὐκ ἐγενήθησαν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ πίτυες οὐχ ὅμοιαι ταῖς παραφυάσιν αὐτοῦ, καὶ ἐλάται οὐκ ἐγένοντο ὅμοιαι τοῖς κλάδοις αὐτοῦ. πᾶν ξύλον ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὡμοιώθη αὐτῷ ἐν τῷ κάλλει αὐτοῦ (Septuagint, Prophetia Ezechielis 31:8)

    (70인역 성경, 에제키엘서 31:8)

  • τὰ φύλλα αὐτοῦ ὡραῖα, καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ πολύς, καὶ τροφὴ πάντων ἐν αὐτῷ. καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια, καὶ ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ κατῴκουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐτρέφετο πᾶσα σάρξ. (Septuagint, Prophetia Danielis 4:9)

    (70인역 성경, 다니엘서 4:9)

  • καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ εὐθαλῆ καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ πολὺς καὶ τροφὴ πᾶσιν ἐν αὐτῷ, ὑποκάτω αὐτοῦ κατῴκουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια καὶ ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, (Septuagint, Prophetia Danielis 4:18)

    (70인역 성경, 다니엘서 4:18)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION