Ancient Greek-English Dictionary Language

κατόλλυμι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατόλλυμι

Structure: κατ (Prefix) + ό̓λλῡ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to destroy utterly, to perish utterly

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατόλλῡμι κατόλλῡς κατόλλῡσιν*
Dual κατόλλυτον κατόλλυτον
Plural κατόλλυμεν κατόλλυτε κατολλύᾱσιν*
SubjunctiveSingular κατολλύω κατολλύῃς κατολλύῃ
Dual κατολλύητον κατολλύητον
Plural κατολλύωμεν κατολλύητε κατολλύωσιν*
OptativeSingular κατολλυίην κατολλυίης κατολλυίη
Dual κατολλυίητον κατολλυιήτην
Plural κατολλυίημεν κατολλυίητε κατολλυίησαν
ImperativeSingular κατόλλυε κατολλύτω
Dual κατόλλυτον κατολλύτων
Plural κατόλλυτε κατολλύντων
Infinitive κατολλύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατολλῡς κατολλυντος κατολλῡσα κατολλῡσης κατολλυν κατολλυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατόλλυμαι κατόλλυσαι κατόλλυται
Dual κατόλλυσθον κατόλλυσθον
Plural κατολλύμεθα κατόλλυσθε κατόλλυνται
SubjunctiveSingular κατολλύωμαι κατολλύῃ κατολλύηται
Dual κατολλύησθον κατολλύησθον
Plural κατολλυώμεθα κατολλύησθε κατολλύωνται
OptativeSingular κατολλυίμην κατολλυῖο κατολλυῖτο
Dual κατολλυῖσθον κατολλυίσθην
Plural κατολλυίμεθα κατολλυῖσθε κατολλυῖντο
ImperativeSingular κατόλλυσο κατολλύσθω
Dual κατόλλυσθον κατολλύσθων
Plural κατόλλυσθε κατολλύσθων
Infinitive κατόλλυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατολλυμενος κατολλυμενου κατολλυμενη κατολλυμενης κατολλυμενον κατολλυμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to destroy utterly

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION