Ancient Greek-English Dictionary Language

κατοκνέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατοκνέω

Structure: κατ (Prefix) + ὀκνέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shrink from, to shrink back

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατοκνῶ κατοκνεῖς κατοκνεῖ
Dual κατοκνεῖτον κατοκνεῖτον
Plural κατοκνοῦμεν κατοκνεῖτε κατοκνοῦσιν*
SubjunctiveSingular κατοκνῶ κατοκνῇς κατοκνῇ
Dual κατοκνῆτον κατοκνῆτον
Plural κατοκνῶμεν κατοκνῆτε κατοκνῶσιν*
OptativeSingular κατοκνοῖμι κατοκνοῖς κατοκνοῖ
Dual κατοκνοῖτον κατοκνοίτην
Plural κατοκνοῖμεν κατοκνοῖτε κατοκνοῖεν
ImperativeSingular κατόκνει κατοκνείτω
Dual κατοκνεῖτον κατοκνείτων
Plural κατοκνεῖτε κατοκνούντων, κατοκνείτωσαν
Infinitive κατοκνεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατοκνων κατοκνουντος κατοκνουσα κατοκνουσης κατοκνουν κατοκνουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατοκνοῦμαι κατοκνεῖ, κατοκνῇ κατοκνεῖται
Dual κατοκνεῖσθον κατοκνεῖσθον
Plural κατοκνούμεθα κατοκνεῖσθε κατοκνοῦνται
SubjunctiveSingular κατοκνῶμαι κατοκνῇ κατοκνῆται
Dual κατοκνῆσθον κατοκνῆσθον
Plural κατοκνώμεθα κατοκνῆσθε κατοκνῶνται
OptativeSingular κατοκνοίμην κατοκνοῖο κατοκνοῖτο
Dual κατοκνοῖσθον κατοκνοίσθην
Plural κατοκνοίμεθα κατοκνοῖσθε κατοκνοῖντο
ImperativeSingular κατοκνοῦ κατοκνείσθω
Dual κατοκνεῖσθον κατοκνείσθων
Plural κατοκνεῖσθε κατοκνείσθων, κατοκνείσθωσαν
Infinitive κατοκνεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατοκνουμενος κατοκνουμενου κατοκνουμενη κατοκνουμενης κατοκνουμενον κατοκνουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shrink from

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION