헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοκνέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοκνέω

형태분석: κατ (접두사) + ὀκνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 주저하다, 두려워하다, 무서워하다
  1. to shrink from, to shrink back

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοκνῶ

(나는) 주저한다

κατοκνεῖς

(너는) 주저한다

κατοκνεῖ

(그는) 주저한다

쌍수 κατοκνεῖτον

(너희 둘은) 주저한다

κατοκνεῖτον

(그 둘은) 주저한다

복수 κατοκνοῦμεν

(우리는) 주저한다

κατοκνεῖτε

(너희는) 주저한다

κατοκνοῦσιν*

(그들은) 주저한다

접속법단수 κατοκνῶ

(나는) 주저하자

κατοκνῇς

(너는) 주저하자

κατοκνῇ

(그는) 주저하자

쌍수 κατοκνῆτον

(너희 둘은) 주저하자

κατοκνῆτον

(그 둘은) 주저하자

복수 κατοκνῶμεν

(우리는) 주저하자

κατοκνῆτε

(너희는) 주저하자

κατοκνῶσιν*

(그들은) 주저하자

기원법단수 κατοκνοῖμι

(나는) 주저하기를 (바라다)

κατοκνοῖς

(너는) 주저하기를 (바라다)

κατοκνοῖ

(그는) 주저하기를 (바라다)

쌍수 κατοκνοῖτον

(너희 둘은) 주저하기를 (바라다)

κατοκνοίτην

(그 둘은) 주저하기를 (바라다)

복수 κατοκνοῖμεν

(우리는) 주저하기를 (바라다)

κατοκνοῖτε

(너희는) 주저하기를 (바라다)

κατοκνοῖεν

(그들은) 주저하기를 (바라다)

명령법단수 κατόκνει

(너는) 주저해라

κατοκνείτω

(그는) 주저해라

쌍수 κατοκνεῖτον

(너희 둘은) 주저해라

κατοκνείτων

(그 둘은) 주저해라

복수 κατοκνεῖτε

(너희는) 주저해라

κατοκνούντων, κατοκνείτωσαν

(그들은) 주저해라

부정사 κατοκνεῖν

주저하는 것

분사 남성여성중성
κατοκνων

κατοκνουντος

κατοκνουσα

κατοκνουσης

κατοκνουν

κατοκνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοκνοῦμαι

(나는) 주저된다

κατοκνεῖ, κατοκνῇ

(너는) 주저된다

κατοκνεῖται

(그는) 주저된다

쌍수 κατοκνεῖσθον

(너희 둘은) 주저된다

κατοκνεῖσθον

(그 둘은) 주저된다

복수 κατοκνούμεθα

(우리는) 주저된다

κατοκνεῖσθε

(너희는) 주저된다

κατοκνοῦνται

(그들은) 주저된다

접속법단수 κατοκνῶμαι

(나는) 주저되자

κατοκνῇ

(너는) 주저되자

κατοκνῆται

(그는) 주저되자

쌍수 κατοκνῆσθον

(너희 둘은) 주저되자

κατοκνῆσθον

(그 둘은) 주저되자

복수 κατοκνώμεθα

(우리는) 주저되자

κατοκνῆσθε

(너희는) 주저되자

κατοκνῶνται

(그들은) 주저되자

기원법단수 κατοκνοίμην

(나는) 주저되기를 (바라다)

κατοκνοῖο

(너는) 주저되기를 (바라다)

κατοκνοῖτο

(그는) 주저되기를 (바라다)

쌍수 κατοκνοῖσθον

(너희 둘은) 주저되기를 (바라다)

κατοκνοίσθην

(그 둘은) 주저되기를 (바라다)

복수 κατοκνοίμεθα

(우리는) 주저되기를 (바라다)

κατοκνοῖσθε

(너희는) 주저되기를 (바라다)

κατοκνοῖντο

(그들은) 주저되기를 (바라다)

명령법단수 κατοκνοῦ

(너는) 주저되어라

κατοκνείσθω

(그는) 주저되어라

쌍수 κατοκνεῖσθον

(너희 둘은) 주저되어라

κατοκνείσθων

(그 둘은) 주저되어라

복수 κατοκνεῖσθε

(너희는) 주저되어라

κατοκνείσθων, κατοκνείσθωσαν

(그들은) 주저되어라

부정사 κατοκνεῖσθαι

주저되는 것

분사 남성여성중성
κατοκνουμενος

κατοκνουμενου

κατοκνουμενη

κατοκνουμενης

κατοκνουμενον

κατοκνουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῶκνουν

(나는) 주저하고 있었다

κατῶκνεις

(너는) 주저하고 있었다

κατῶκνειν*

(그는) 주저하고 있었다

쌍수 κατώκνειτον

(너희 둘은) 주저하고 있었다

κατωκνεῖτην

(그 둘은) 주저하고 있었다

복수 κατώκνουμεν

(우리는) 주저하고 있었다

κατώκνειτε

(너희는) 주저하고 있었다

κατῶκνουν

(그들은) 주저하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατωκνοῦμην

(나는) 주저되고 있었다

κατώκνου

(너는) 주저되고 있었다

κατώκνειτο

(그는) 주저되고 있었다

쌍수 κατώκνεισθον

(너희 둘은) 주저되고 있었다

κατωκνεῖσθην

(그 둘은) 주저되고 있었다

복수 κατωκνοῦμεθα

(우리는) 주저되고 있었다

κατώκνεισθε

(너희는) 주저되고 있었다

κατώκνουντο

(그들은) 주저되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ μὲν οὖν ταῦτα κράτιστα πᾶσιν ὑμῖν ἔσεσθαι δοκεῖ, πράττωμεν αὐτὰ θεοὺσ καὶ δαίμονασ ἀρωγοὺσ ἐπικαλεσάμενοι, εἰ δέ τισ ὑμῶν τἀναντία ἔγνωκε καὶ δυεῖν θάτερον ἢ μηδέποτε ἀνασώσασθαι τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα τῆσ πόλεωσ οἰέται δεῖν, ἢ καιρὸν ἕτερόν τινα ἐπιτηδειότερον περιμένων ἀναβάλλεται τὸν παρόντα, μὴ κατοκνείτω φέρειν εἰσ μέσον ἃ φρονεῖ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 23 31:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 23 31:1)

유의어

  1. 주저하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION