헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμέμφομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμέμφομαι καταμέμψομαι κατεμεμψάμην

형태분석: κατα (접두사) + μέμφ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 고소하다, 기소하다, 고발하다, 비난하다
  1. to find great fault with, blame greatly, accuse

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμέμφομαι

(나는) 고소한다

καταμέμφει, καταμέμφῃ

(너는) 고소한다

καταμέμφεται

(그는) 고소한다

쌍수 καταμέμφεσθον

(너희 둘은) 고소한다

καταμέμφεσθον

(그 둘은) 고소한다

복수 καταμεμφόμεθα

(우리는) 고소한다

καταμέμφεσθε

(너희는) 고소한다

καταμέμφονται

(그들은) 고소한다

접속법단수 καταμέμφωμαι

(나는) 고소하자

καταμέμφῃ

(너는) 고소하자

καταμέμφηται

(그는) 고소하자

쌍수 καταμέμφησθον

(너희 둘은) 고소하자

καταμέμφησθον

(그 둘은) 고소하자

복수 καταμεμφώμεθα

(우리는) 고소하자

καταμέμφησθε

(너희는) 고소하자

καταμέμφωνται

(그들은) 고소하자

기원법단수 καταμεμφοίμην

(나는) 고소하기를 (바라다)

καταμέμφοιο

(너는) 고소하기를 (바라다)

καταμέμφοιτο

(그는) 고소하기를 (바라다)

쌍수 καταμέμφοισθον

(너희 둘은) 고소하기를 (바라다)

καταμεμφοίσθην

(그 둘은) 고소하기를 (바라다)

복수 καταμεμφοίμεθα

(우리는) 고소하기를 (바라다)

καταμέμφοισθε

(너희는) 고소하기를 (바라다)

καταμέμφοιντο

(그들은) 고소하기를 (바라다)

명령법단수 καταμέμφου

(너는) 고소해라

καταμεμφέσθω

(그는) 고소해라

쌍수 καταμέμφεσθον

(너희 둘은) 고소해라

καταμεμφέσθων

(그 둘은) 고소해라

복수 καταμέμφεσθε

(너희는) 고소해라

καταμεμφέσθων, καταμεμφέσθωσαν

(그들은) 고소해라

부정사 καταμέμφεσθαι

고소하는 것

분사 남성여성중성
καταμεμφομενος

καταμεμφομενου

καταμεμφομενη

καταμεμφομενης

καταμεμφομενον

καταμεμφομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμέμψομαι

(나는) 고소하겠다

καταμέμψει, καταμέμψῃ

(너는) 고소하겠다

καταμέμψεται

(그는) 고소하겠다

쌍수 καταμέμψεσθον

(너희 둘은) 고소하겠다

καταμέμψεσθον

(그 둘은) 고소하겠다

복수 καταμεμψόμεθα

(우리는) 고소하겠다

καταμέμψεσθε

(너희는) 고소하겠다

καταμέμψονται

(그들은) 고소하겠다

기원법단수 καταμεμψοίμην

(나는) 고소하겠기를 (바라다)

καταμέμψοιο

(너는) 고소하겠기를 (바라다)

καταμέμψοιτο

(그는) 고소하겠기를 (바라다)

쌍수 καταμέμψοισθον

(너희 둘은) 고소하겠기를 (바라다)

καταμεμψοίσθην

(그 둘은) 고소하겠기를 (바라다)

복수 καταμεμψοίμεθα

(우리는) 고소하겠기를 (바라다)

καταμέμψοισθε

(너희는) 고소하겠기를 (바라다)

καταμέμψοιντο

(그들은) 고소하겠기를 (바라다)

부정사 καταμέμψεσθαι

고소할 것

분사 남성여성중성
καταμεμψομενος

καταμεμψομενου

καταμεμψομενη

καταμεμψομενης

καταμεμψομενον

καταμεμψομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμεμφόμην

(나는) 고소하고 있었다

κατεμέμφου

(너는) 고소하고 있었다

κατεμέμφετο

(그는) 고소하고 있었다

쌍수 κατεμέμφεσθον

(너희 둘은) 고소하고 있었다

κατεμεμφέσθην

(그 둘은) 고소하고 있었다

복수 κατεμεμφόμεθα

(우리는) 고소하고 있었다

κατεμέμφεσθε

(너희는) 고소하고 있었다

κατεμέμφοντο

(그들은) 고소하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμεμψάμην

(나는) 고소했다

κατεμέμψω

(너는) 고소했다

κατεμέμψατο

(그는) 고소했다

쌍수 κατεμέμψασθον

(너희 둘은) 고소했다

κατεμεμψάσθην

(그 둘은) 고소했다

복수 κατεμεμψάμεθα

(우리는) 고소했다

κατεμέμψασθε

(너희는) 고소했다

κατεμέμψαντο

(그들은) 고소했다

접속법단수 καταμέμψωμαι

(나는) 고소했자

καταμέμψῃ

(너는) 고소했자

καταμέμψηται

(그는) 고소했자

쌍수 καταμέμψησθον

(너희 둘은) 고소했자

καταμέμψησθον

(그 둘은) 고소했자

복수 καταμεμψώμεθα

(우리는) 고소했자

καταμέμψησθε

(너희는) 고소했자

καταμέμψωνται

(그들은) 고소했자

기원법단수 καταμεμψαίμην

(나는) 고소했기를 (바라다)

καταμέμψαιο

(너는) 고소했기를 (바라다)

καταμέμψαιτο

(그는) 고소했기를 (바라다)

쌍수 καταμέμψαισθον

(너희 둘은) 고소했기를 (바라다)

καταμεμψαίσθην

(그 둘은) 고소했기를 (바라다)

복수 καταμεμψαίμεθα

(우리는) 고소했기를 (바라다)

καταμέμψαισθε

(너희는) 고소했기를 (바라다)

καταμέμψαιντο

(그들은) 고소했기를 (바라다)

명령법단수 καταμέμψαι

(너는) 고소했어라

καταμεμψάσθω

(그는) 고소했어라

쌍수 καταμέμψασθον

(너희 둘은) 고소했어라

καταμεμψάσθων

(그 둘은) 고소했어라

복수 καταμέμψασθε

(너희는) 고소했어라

καταμεμψάσθων

(그들은) 고소했어라

부정사 καταμέμψεσθαι

고소했는 것

분사 남성여성중성
καταμεμψαμενος

καταμεμψαμενου

καταμεμψαμενη

καταμεμψαμενης

καταμεμψαμενον

καταμεμψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὰ μέντοι ταῦτα καὶ ὁ σοφὸσ Εὐριπίδησ καταμέμφεται λέγων· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 4:8)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 4:8)

  • ἐν γοῦν τοῖσ Περὶ λέξεωσ γραφεῖσι τῶν τε ἄλλων καταμέμφεται τῶν περὶ τὰσ ἀντιθέσεισ καὶ παρισώσεισ καὶ παρομοιώσεισ καὶ τὰ παραπλήσια τούτοισ σχήματα διεσπουδακότων καὶ δὴ καὶ τὸν Λυσίαν ἐν τούτοισ κατηρίθμηκε, τὸν ὑπὲρ Νικίου τοῦ στρατηγοῦ τῶν Ἀθηναίων λόγον, ὃν εἶπεν ἐπὶ Συρακουσίων αἰχμάλωτοσ ὤν, ὡσ ὑπὸ τούτου γεγραμμένον τοῦ ῥήτοροσ παρατιθείσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 152)

    (디오니시오스, chapter 152)

  • ἐγὼ δὲ πλησίον γενόμενοσ ἀγκύρασ μὲν ἔτι πόρρω τῆσ γῆσ ἐκέλευον βαλέσθαι τοὺσ κυβερνήτασ ὑπὲρ τοῦ μὴ κατάδηλα τοῖσ Τιβεριεῦσιν εἶναι τὰ πλοῖα κενὰ τῶν ἐπιβατῶν ὄντα, πλησιάσασ δ’ αὐτὸσ ἔν τινι πλοίῳ κατεμεμφόμην αὐτῶν τὴν ἄγνοιαν, καὶ ὅτι δὴ οὕτωσ εὐχερεῖσ εἰε͂ν πάσησ δικαίασ ἄνευ προφάσεωσ ἐξίστασθαι τῆσ πρόσ με πίστεωσ. (Flavius Josephus, 200:1)

    (플라비우스 요세푸스, 200:1)

  • φοβοῦνται τοὺσ θεοὺσ καὶ καταφεύγουσιν ἐπὶ τοὺσ θεοὺσ , κολακεύουσι καὶ λοιδοροῦσιν, εὔχονται καὶ καταμέμφονται. (Plutarch, De superstitione, section 6 4:4)

    (플루타르코스, De superstitione, section 6 4:4)

  • οἱ δὲ πολλοὶ πάντα καταμέμφονται καὶ πάντα τὰ παρὰ τὰσ ἐλπίδασ αὐτοῖσ συμβεβηκότα ἐξ ἐπηρείασ τύχησ καὶ δαιμόνων γενέσθαι νομίζουσι. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 301)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 301)

  • συμπένομαι τοῖσ πολίταισ τούτου τοῦ πράγματοσ, καὶ ἐμαυτὸν καταμέμφομαι ὡσ οὐκ εἰδὼσ περὶ ἀρετῆσ τὸ παράπαν· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 8:2)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 8:2)

유의어

  1. 고소하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION