헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφυτεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφυτεύω καταφυτεύσω

형태분석: κατα (접두사) + φυτεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 심다, 뿌리다
  1. to plant

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφυτεύω

(나는) 심는다

καταφυτεύεις

(너는) 심는다

καταφυτεύει

(그는) 심는다

쌍수 καταφυτεύετον

(너희 둘은) 심는다

καταφυτεύετον

(그 둘은) 심는다

복수 καταφυτεύομεν

(우리는) 심는다

καταφυτεύετε

(너희는) 심는다

καταφυτεύουσιν*

(그들은) 심는다

접속법단수 καταφυτεύω

(나는) 심자

καταφυτεύῃς

(너는) 심자

καταφυτεύῃ

(그는) 심자

쌍수 καταφυτεύητον

(너희 둘은) 심자

καταφυτεύητον

(그 둘은) 심자

복수 καταφυτεύωμεν

(우리는) 심자

καταφυτεύητε

(너희는) 심자

καταφυτεύωσιν*

(그들은) 심자

기원법단수 καταφυτεύοιμι

(나는) 심기를 (바라다)

καταφυτεύοις

(너는) 심기를 (바라다)

καταφυτεύοι

(그는) 심기를 (바라다)

쌍수 καταφυτεύοιτον

(너희 둘은) 심기를 (바라다)

καταφυτευοίτην

(그 둘은) 심기를 (바라다)

복수 καταφυτεύοιμεν

(우리는) 심기를 (바라다)

καταφυτεύοιτε

(너희는) 심기를 (바라다)

καταφυτεύοιεν

(그들은) 심기를 (바라다)

명령법단수 καταφύτευε

(너는) 심어라

καταφυτευέτω

(그는) 심어라

쌍수 καταφυτεύετον

(너희 둘은) 심어라

καταφυτευέτων

(그 둘은) 심어라

복수 καταφυτεύετε

(너희는) 심어라

καταφυτευόντων, καταφυτευέτωσαν

(그들은) 심어라

부정사 καταφυτεύειν

심는 것

분사 남성여성중성
καταφυτευων

καταφυτευοντος

καταφυτευουσα

καταφυτευουσης

καταφυτευον

καταφυτευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφυτεύομαι

(나는) 심긴다

καταφυτεύει, καταφυτεύῃ

(너는) 심긴다

καταφυτεύεται

(그는) 심긴다

쌍수 καταφυτεύεσθον

(너희 둘은) 심긴다

καταφυτεύεσθον

(그 둘은) 심긴다

복수 καταφυτευόμεθα

(우리는) 심긴다

καταφυτεύεσθε

(너희는) 심긴다

καταφυτεύονται

(그들은) 심긴다

접속법단수 καταφυτεύωμαι

(나는) 심기자

καταφυτεύῃ

(너는) 심기자

καταφυτεύηται

(그는) 심기자

쌍수 καταφυτεύησθον

(너희 둘은) 심기자

καταφυτεύησθον

(그 둘은) 심기자

복수 καταφυτευώμεθα

(우리는) 심기자

καταφυτεύησθε

(너희는) 심기자

καταφυτεύωνται

(그들은) 심기자

기원법단수 καταφυτευοίμην

(나는) 심기기를 (바라다)

καταφυτεύοιο

(너는) 심기기를 (바라다)

καταφυτεύοιτο

(그는) 심기기를 (바라다)

쌍수 καταφυτεύοισθον

(너희 둘은) 심기기를 (바라다)

καταφυτευοίσθην

(그 둘은) 심기기를 (바라다)

복수 καταφυτευοίμεθα

(우리는) 심기기를 (바라다)

καταφυτεύοισθε

(너희는) 심기기를 (바라다)

καταφυτεύοιντο

(그들은) 심기기를 (바라다)

명령법단수 καταφυτεύου

(너는) 심겨라

καταφυτευέσθω

(그는) 심겨라

쌍수 καταφυτεύεσθον

(너희 둘은) 심겨라

καταφυτευέσθων

(그 둘은) 심겨라

복수 καταφυτεύεσθε

(너희는) 심겨라

καταφυτευέσθων, καταφυτευέσθωσαν

(그들은) 심겨라

부정사 καταφυτεύεσθαι

심기는 것

분사 남성여성중성
καταφυτευομενος

καταφυτευομενου

καταφυτευομενη

καταφυτευομενης

καταφυτευομενον

καταφυτευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφυτεύσω

(나는) 심겠다

καταφυτεύσεις

(너는) 심겠다

καταφυτεύσει

(그는) 심겠다

쌍수 καταφυτεύσετον

(너희 둘은) 심겠다

καταφυτεύσετον

(그 둘은) 심겠다

복수 καταφυτεύσομεν

(우리는) 심겠다

καταφυτεύσετε

(너희는) 심겠다

καταφυτεύσουσιν*

(그들은) 심겠다

기원법단수 καταφυτεύσοιμι

(나는) 심겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοις

(너는) 심겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοι

(그는) 심겠기를 (바라다)

쌍수 καταφυτεύσοιτον

(너희 둘은) 심겠기를 (바라다)

καταφυτευσοίτην

(그 둘은) 심겠기를 (바라다)

복수 καταφυτεύσοιμεν

(우리는) 심겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοιτε

(너희는) 심겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοιεν

(그들은) 심겠기를 (바라다)

부정사 καταφυτεύσειν

심을 것

분사 남성여성중성
καταφυτευσων

καταφυτευσοντος

καταφυτευσουσα

καταφυτευσουσης

καταφυτευσον

καταφυτευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφυτεύσομαι

(나는) 심기겠다

καταφυτεύσει, καταφυτεύσῃ

(너는) 심기겠다

καταφυτεύσεται

(그는) 심기겠다

쌍수 καταφυτεύσεσθον

(너희 둘은) 심기겠다

καταφυτεύσεσθον

(그 둘은) 심기겠다

복수 καταφυτευσόμεθα

(우리는) 심기겠다

καταφυτεύσεσθε

(너희는) 심기겠다

καταφυτεύσονται

(그들은) 심기겠다

기원법단수 καταφυτευσοίμην

(나는) 심기겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοιο

(너는) 심기겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοιτο

(그는) 심기겠기를 (바라다)

쌍수 καταφυτεύσοισθον

(너희 둘은) 심기겠기를 (바라다)

καταφυτευσοίσθην

(그 둘은) 심기겠기를 (바라다)

복수 καταφυτευσοίμεθα

(우리는) 심기겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοισθε

(너희는) 심기겠기를 (바라다)

καταφυτεύσοιντο

(그들은) 심기겠기를 (바라다)

부정사 καταφυτεύσεσθαι

심길 것

분사 남성여성중성
καταφυτευσομενος

καταφυτευσομενου

καταφυτευσομενη

καταφυτευσομενης

καταφυτευσομενον

καταφυτευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφύτευον

(나는) 심고 있었다

κατεφύτευες

(너는) 심고 있었다

κατεφύτευεν*

(그는) 심고 있었다

쌍수 κατεφυτεύετον

(너희 둘은) 심고 있었다

κατεφυτευέτην

(그 둘은) 심고 있었다

복수 κατεφυτεύομεν

(우리는) 심고 있었다

κατεφυτεύετε

(너희는) 심고 있었다

κατεφύτευον

(그들은) 심고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφυτευόμην

(나는) 심기고 있었다

κατεφυτεύου

(너는) 심기고 있었다

κατεφυτεύετο

(그는) 심기고 있었다

쌍수 κατεφυτεύεσθον

(너희 둘은) 심기고 있었다

κατεφυτευέσθην

(그 둘은) 심기고 있었다

복수 κατεφυτευόμεθα

(우리는) 심기고 있었다

κατεφυτεύεσθε

(너희는) 심기고 있었다

κατεφυτεύοντο

(그들은) 심기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκάκωσαν γὰρ αὐτόν, καὶ αὐτὸσ ἐν μήτρᾳ ἡγιάσθη προφήτησ ἐκριζοῦν καὶ κακοῦν καὶ ἀπολλύειν, ὡσαύτωσ οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. (Septuagint, Liber Sirach 49:7)

    (70인역 성경, Liber Sirach 49:7)

  • ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείασ ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. ‐ (Septuagint, Liber Ieremiae 1:10)

    (70인역 성경, 예레미야서 1:10)

  • καὶ ἔσται ὥσπερ ἐγρηγόρουν ἐπ’ αὐτοὺσ καθαιρεῖν καὶ κακοῦν, οὕτωσ γρηγορήσω ἐπ’ αὐτοὺσ τοῦ οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν, φησὶ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:28)

    (70인역 성경, 예레미야서 38:28)

유의어

  1. 심다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION