헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφατίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφατίζω καταφατίσω

형태분석: κατα (접두사) + φατίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 약속하다, 다짐하다, 약혼하다
  1. to protest, promise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφατίζω

(나는) 약속한다

καταφατίζεις

(너는) 약속한다

καταφατίζει

(그는) 약속한다

쌍수 καταφατίζετον

(너희 둘은) 약속한다

καταφατίζετον

(그 둘은) 약속한다

복수 καταφατίζομεν

(우리는) 약속한다

καταφατίζετε

(너희는) 약속한다

καταφατίζουσιν*

(그들은) 약속한다

접속법단수 καταφατίζω

(나는) 약속하자

καταφατίζῃς

(너는) 약속하자

καταφατίζῃ

(그는) 약속하자

쌍수 καταφατίζητον

(너희 둘은) 약속하자

καταφατίζητον

(그 둘은) 약속하자

복수 καταφατίζωμεν

(우리는) 약속하자

καταφατίζητε

(너희는) 약속하자

καταφατίζωσιν*

(그들은) 약속하자

기원법단수 καταφατίζοιμι

(나는) 약속하기를 (바라다)

καταφατίζοις

(너는) 약속하기를 (바라다)

καταφατίζοι

(그는) 약속하기를 (바라다)

쌍수 καταφατίζοιτον

(너희 둘은) 약속하기를 (바라다)

καταφατιζοίτην

(그 둘은) 약속하기를 (바라다)

복수 καταφατίζοιμεν

(우리는) 약속하기를 (바라다)

καταφατίζοιτε

(너희는) 약속하기를 (바라다)

καταφατίζοιεν

(그들은) 약속하기를 (바라다)

명령법단수 καταφάτιζε

(너는) 약속해라

καταφατιζέτω

(그는) 약속해라

쌍수 καταφατίζετον

(너희 둘은) 약속해라

καταφατιζέτων

(그 둘은) 약속해라

복수 καταφατίζετε

(너희는) 약속해라

καταφατιζόντων, καταφατιζέτωσαν

(그들은) 약속해라

부정사 καταφατίζειν

약속하는 것

분사 남성여성중성
καταφατιζων

καταφατιζοντος

καταφατιζουσα

καταφατιζουσης

καταφατιζον

καταφατιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφατίζομαι

(나는) 약속된다

καταφατίζει, καταφατίζῃ

(너는) 약속된다

καταφατίζεται

(그는) 약속된다

쌍수 καταφατίζεσθον

(너희 둘은) 약속된다

καταφατίζεσθον

(그 둘은) 약속된다

복수 καταφατιζόμεθα

(우리는) 약속된다

καταφατίζεσθε

(너희는) 약속된다

καταφατίζονται

(그들은) 약속된다

접속법단수 καταφατίζωμαι

(나는) 약속되자

καταφατίζῃ

(너는) 약속되자

καταφατίζηται

(그는) 약속되자

쌍수 καταφατίζησθον

(너희 둘은) 약속되자

καταφατίζησθον

(그 둘은) 약속되자

복수 καταφατιζώμεθα

(우리는) 약속되자

καταφατίζησθε

(너희는) 약속되자

καταφατίζωνται

(그들은) 약속되자

기원법단수 καταφατιζοίμην

(나는) 약속되기를 (바라다)

καταφατίζοιο

(너는) 약속되기를 (바라다)

καταφατίζοιτο

(그는) 약속되기를 (바라다)

쌍수 καταφατίζοισθον

(너희 둘은) 약속되기를 (바라다)

καταφατιζοίσθην

(그 둘은) 약속되기를 (바라다)

복수 καταφατιζοίμεθα

(우리는) 약속되기를 (바라다)

καταφατίζοισθε

(너희는) 약속되기를 (바라다)

καταφατίζοιντο

(그들은) 약속되기를 (바라다)

명령법단수 καταφατίζου

(너는) 약속되어라

καταφατιζέσθω

(그는) 약속되어라

쌍수 καταφατίζεσθον

(너희 둘은) 약속되어라

καταφατιζέσθων

(그 둘은) 약속되어라

복수 καταφατίζεσθε

(너희는) 약속되어라

καταφατιζέσθων, καταφατιζέσθωσαν

(그들은) 약속되어라

부정사 καταφατίζεσθαι

약속되는 것

분사 남성여성중성
καταφατιζομενος

καταφατιζομενου

καταφατιζομενη

καταφατιζομενης

καταφατιζομενον

καταφατιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφατίσω

(나는) 약속하겠다

καταφατίσεις

(너는) 약속하겠다

καταφατίσει

(그는) 약속하겠다

쌍수 καταφατίσετον

(너희 둘은) 약속하겠다

καταφατίσετον

(그 둘은) 약속하겠다

복수 καταφατίσομεν

(우리는) 약속하겠다

καταφατίσετε

(너희는) 약속하겠다

καταφατίσουσιν*

(그들은) 약속하겠다

기원법단수 καταφατίσοιμι

(나는) 약속하겠기를 (바라다)

καταφατίσοις

(너는) 약속하겠기를 (바라다)

καταφατίσοι

(그는) 약속하겠기를 (바라다)

쌍수 καταφατίσοιτον

(너희 둘은) 약속하겠기를 (바라다)

καταφατισοίτην

(그 둘은) 약속하겠기를 (바라다)

복수 καταφατίσοιμεν

(우리는) 약속하겠기를 (바라다)

καταφατίσοιτε

(너희는) 약속하겠기를 (바라다)

καταφατίσοιεν

(그들은) 약속하겠기를 (바라다)

부정사 καταφατίσειν

약속할 것

분사 남성여성중성
καταφατισων

καταφατισοντος

καταφατισουσα

καταφατισουσης

καταφατισον

καταφατισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφατίσομαι

(나는) 약속되겠다

καταφατίσει, καταφατίσῃ

(너는) 약속되겠다

καταφατίσεται

(그는) 약속되겠다

쌍수 καταφατίσεσθον

(너희 둘은) 약속되겠다

καταφατίσεσθον

(그 둘은) 약속되겠다

복수 καταφατισόμεθα

(우리는) 약속되겠다

καταφατίσεσθε

(너희는) 약속되겠다

καταφατίσονται

(그들은) 약속되겠다

기원법단수 καταφατισοίμην

(나는) 약속되겠기를 (바라다)

καταφατίσοιο

(너는) 약속되겠기를 (바라다)

καταφατίσοιτο

(그는) 약속되겠기를 (바라다)

쌍수 καταφατίσοισθον

(너희 둘은) 약속되겠기를 (바라다)

καταφατισοίσθην

(그 둘은) 약속되겠기를 (바라다)

복수 καταφατισοίμεθα

(우리는) 약속되겠기를 (바라다)

καταφατίσοισθε

(너희는) 약속되겠기를 (바라다)

καταφατίσοιντο

(그들은) 약속되겠기를 (바라다)

부정사 καταφατίσεσθαι

약속될 것

분사 남성여성중성
καταφατισομενος

καταφατισομενου

καταφατισομενη

καταφατισομενης

καταφατισομενον

καταφατισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφάτιζον

(나는) 약속하고 있었다

κατεφάτιζες

(너는) 약속하고 있었다

κατεφάτιζεν*

(그는) 약속하고 있었다

쌍수 κατεφατίζετον

(너희 둘은) 약속하고 있었다

κατεφατιζέτην

(그 둘은) 약속하고 있었다

복수 κατεφατίζομεν

(우리는) 약속하고 있었다

κατεφατίζετε

(너희는) 약속하고 있었다

κατεφάτιζον

(그들은) 약속하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφατιζόμην

(나는) 약속되고 있었다

κατεφατίζου

(너는) 약속되고 있었다

κατεφατίζετο

(그는) 약속되고 있었다

쌍수 κατεφατίζεσθον

(너희 둘은) 약속되고 있었다

κατεφατιζέσθην

(그 둘은) 약속되고 있었다

복수 κατεφατιζόμεθα

(우리는) 약속되고 있었다

κατεφατίζεσθε

(너희는) 약속되고 있었다

κατεφατίζοντο

(그들은) 약속되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δ’ ἐννέα ἄρχοντεσ ὀμνύντεσ πρὸσ τῷ λίθῳ κατεφάτιζον ἀναθήσειν ἀνδριάντα χρυσοῦν, ἐάν τινα παραβῶσι τῶν νόμων· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 7 1:3)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 7 1:3)

  • οἱ δ’ ἐννέα ἄρχοντεσ ὀμνύντεσ πρὸσ τῷ λίθῳ κατεφάτιζον, ἀναφήσειν ἀνδριάντα χρυσοῦν ἐάν τινα παραβῶσιν τῶν νόμων· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section35)

    (작자 미상, 비가, , section35)

유의어

  1. 약속하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION