καθομιλέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καθομιλέω
καθομιλήσω
형태분석:
κατ
(접두사)
+
ὁμιλέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to conciliate by daily intercourse, to win the favour of
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πίνων, ἐπεὶ δὲ πρὸσ Τισσαφέρνην ἀφίκετο, τρυφῇ καὶ ἁβρότητι καὶ ἀλαζονείᾳ χρώμενοσ, ἐδημαγώγει καὶ καθωμίλει τῷ συναφομοιοῦν καὶ συνοικειοῦν ἑαυτὸν ἅπασιν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 7 13:1)
(플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 7 13:1)
- ὅτι δεῖ μὴ τυραννικὸν ἀλλ’ οἰκονόμον καὶ βασιλικὸν εἶναι φαίνεσθαι τοῖσ ἀρχομένοισ καὶ μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον, καὶ τὰσ μετριότητασ τοῦ βίου διώκειν, μὴ τὰσ ὑπερβολάσ, ἔτι δὲ τοὺσ μὲν γνωρίμουσ καθομιλεῖν, τοὺσ δὲ πολλοὺσ δημαγωγεῖν. (Aristotle, Politics, Book 5 322:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 5 322:1)
- ἐξένιζε δ’ αὐτοὺσ βασιλικῶσ, καὶ τὸν τῆσ πρεσβείασ ἡγούμενον Φαβρίκιον πυνθανόμενοσ ἐν τῇ πόλει μέγα δύνασθαι καὶ δεινῶσ πένεσθαι καθωμίλει, λέγων, εἰ πράξειεν αὐτῷ τὰσ διαλύσεισ, ὑποστράτηγον καὶ κοινωνὸν τῶν παρόντων ἀγαθῶν ἀπάξειν ἐσ Ἤπειρον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 20:3)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 20:3)
- ὁ δὲ Διονύσιοσ τότε μὲν ἐγένετο περίφοβοσ καὶ διέλυσε τὴν ἐκκλησίαν, μετὰ δὲ ταῦτα φιλανθρώποισ λόγοισ χρησάμενοσ καθωμίλει τῷ πλήθει, καὶ τινὰσ μὲν δωρεαῖσ ἐτίμα, τινὰσ δ’ ἐπὶ τὰ συσσίτια παρελάμβανε. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 70 4:2)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 70 4:2)
- καὶ βίαν μὲν ἐπάγειν ἄκαιρον ᾤετο, καθωμίλει δ’ ἐνίουσ καὶ παρηγόρει τῆσ δεισιδαιμονίασ ἀφαιρούμενοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 331:2)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 15 331:2)
유의어
-
to conciliate by daily intercourse