헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καπνίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καπνίζω

형태분석: καπνίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kapno/s

  1. 뿜다, 피우다, 연기를 뿜다
  1. to make smoke, to make a fire
  2. to smoke, blacken with smoke
  3. to be black with smoke

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καπνίζω

καπνίζεις

καπνίζει

쌍수 καπνίζετον

καπνίζετον

복수 καπνίζομεν

καπνίζετε

καπνίζουσιν*

접속법단수 καπνίζω

καπνίζῃς

καπνίζῃ

쌍수 καπνίζητον

καπνίζητον

복수 καπνίζωμεν

καπνίζητε

καπνίζωσιν*

기원법단수 καπνίζοιμι

καπνίζοις

καπνίζοι

쌍수 καπνίζοιτον

καπνιζοίτην

복수 καπνίζοιμεν

καπνίζοιτε

καπνίζοιεν

명령법단수 κάπνιζε

καπνιζέτω

쌍수 καπνίζετον

καπνιζέτων

복수 καπνίζετε

καπνιζόντων, καπνιζέτωσαν

부정사 καπνίζειν

분사 남성여성중성
καπνιζων

καπνιζοντος

καπνιζουσα

καπνιζουσης

καπνιζον

καπνιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καπνίζομαι

καπνίζει, καπνίζῃ

καπνίζεται

쌍수 καπνίζεσθον

καπνίζεσθον

복수 καπνιζόμεθα

καπνίζεσθε

καπνίζονται

접속법단수 καπνίζωμαι

καπνίζῃ

καπνίζηται

쌍수 καπνίζησθον

καπνίζησθον

복수 καπνιζώμεθα

καπνίζησθε

καπνίζωνται

기원법단수 καπνιζοίμην

καπνίζοιο

καπνίζοιτο

쌍수 καπνίζοισθον

καπνιζοίσθην

복수 καπνιζοίμεθα

καπνίζοισθε

καπνίζοιντο

명령법단수 καπνίζου

καπνιζέσθω

쌍수 καπνίζεσθον

καπνιζέσθων

복수 καπνίζεσθε

καπνιζέσθων, καπνιζέσθωσαν

부정사 καπνίζεσθαι

분사 남성여성중성
καπνιζομενος

καπνιζομενου

καπνιζομενη

καπνιζομενης

καπνιζομενον

καπνιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ ὁ ἥλιοσ ἐγένετο πρὸσ δυσμάσ, φλὸξ ἐγένετο, καὶ ἰδοὺ κλίβανοσ καπνιζόμενοσ καὶ λαμπάδεσ πυρόσ, αἳ διῆλθον ἀνὰ μέσον τῶν διχοτομημάτων τούτων. (Septuagint, Liber Genesis 15:17)

    (70인역 성경, 창세기 15:17)

유의어

  1. to make smoke

  2. 뿜다

  3. to be black with smoke

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION