- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακηγορέω?

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: kakēgoreō 고전 발음: [까께:고레오:] 신약 발음: [까께고래오]

기본형: κακηγορέω

형태분석: κακηγορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from κακήγορος

  1. 씹다, 남용하다, 학대하다, 모욕하다
  1. to speak ill of, abuse, slander

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κακηγόρω

(나는) 씹는다

κακηγόρεις

(너는) 씹는다

κακηγόρει

(그는) 씹는다

쌍수 κακηγόρειτον

(너희 둘은) 씹는다

κακηγόρειτον

(그 둘은) 씹는다

복수 κακηγόρουμεν

(우리는) 씹는다

κακηγόρειτε

(너희는) 씹는다

κακηγόρουσι(ν)

(그들은) 씹는다

접속법단수 κακηγόρω

(나는) 씹자

κακηγόρῃς

(너는) 씹자

κακηγόρῃ

(그는) 씹자

쌍수 κακηγόρητον

(너희 둘은) 씹자

κακηγόρητον

(그 둘은) 씹자

복수 κακηγόρωμεν

(우리는) 씹자

κακηγόρητε

(너희는) 씹자

κακηγόρωσι(ν)

(그들은) 씹자

기원법단수 κακηγόροιμι

(나는) 씹기를 (바라다)

κακηγόροις

(너는) 씹기를 (바라다)

κακηγόροι

(그는) 씹기를 (바라다)

쌍수 κακηγόροιτον

(너희 둘은) 씹기를 (바라다)

κακηγοροίτην

(그 둘은) 씹기를 (바라다)

복수 κακηγόροιμεν

(우리는) 씹기를 (바라다)

κακηγόροιτε

(너희는) 씹기를 (바라다)

κακηγόροιεν

(그들은) 씹기를 (바라다)

명령법단수 κακηγο῀ρει

(너는) 씹어라

κακηγορεῖτω

(그는) 씹어라

쌍수 κακηγόρειτον

(너희 둘은) 씹어라

κακηγορεῖτων

(그 둘은) 씹어라

복수 κακηγόρειτε

(너희는) 씹어라

κακηγοροῦντων, κακηγορεῖτωσαν

(그들은) 씹어라

부정사 κακηγόρειν

씹는 것

분사 남성여성중성
κακηγορων

κακηγορουντος

κακηγορουσα

κακηγορουσης

κακηγορουν

κακηγορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κακηγόρουμαι

(나는) 씹힌다

κακηγόρει, κακηγόρῃ

(너는) 씹힌다

κακηγόρειται

(그는) 씹힌다

쌍수 κακηγόρεισθον

(너희 둘은) 씹힌다

κακηγόρεισθον

(그 둘은) 씹힌다

복수 κακηγοροῦμεθα

(우리는) 씹힌다

κακηγόρεισθε

(너희는) 씹힌다

κακηγόρουνται

(그들은) 씹힌다

접속법단수 κακηγόρωμαι

(나는) 씹히자

κακηγόρῃ

(너는) 씹히자

κακηγόρηται

(그는) 씹히자

쌍수 κακηγόρησθον

(너희 둘은) 씹히자

κακηγόρησθον

(그 둘은) 씹히자

복수 κακηγορώμεθα

(우리는) 씹히자

κακηγόρησθε

(너희는) 씹히자

κακηγόρωνται

(그들은) 씹히자

기원법단수 κακηγοροίμην

(나는) 씹히기를 (바라다)

κακηγόροιο

(너는) 씹히기를 (바라다)

κακηγόροιτο

(그는) 씹히기를 (바라다)

쌍수 κακηγόροισθον

(너희 둘은) 씹히기를 (바라다)

κακηγοροίσθην

(그 둘은) 씹히기를 (바라다)

복수 κακηγοροίμεθα

(우리는) 씹히기를 (바라다)

κακηγόροισθε

(너희는) 씹히기를 (바라다)

κακηγόροιντο

(그들은) 씹히기를 (바라다)

명령법단수 κακηγόρου

(너는) 씹혀라

κακηγορεῖσθω

(그는) 씹혀라

쌍수 κακηγόρεισθον

(너희 둘은) 씹혀라

κακηγορεῖσθων

(그 둘은) 씹혀라

복수 κακηγόρεισθε

(너희는) 씹혀라

κακηγορεῖσθων, κακηγορεῖσθωσαν

(그들은) 씹혀라

부정사 κακηγόρεισθαι

씹히는 것

분사 남성여성중성
κακηγορουμενος

κακηγορουμενου

κακηγορουμενη

κακηγορουμενης

κακηγορουμενον

κακηγορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκακηγο῀ρουν

(나는) 씹고 있었다

ἐκακηγο῀ρεις

(너는) 씹고 있었다

ἐκακηγο῀ρει(ν)

(그는) 씹고 있었다

쌍수 ἐκακηγόρειτον

(너희 둘은) 씹고 있었다

ἐκακηγορεῖτην

(그 둘은) 씹고 있었다

복수 ἐκακηγόρουμεν

(우리는) 씹고 있었다

ἐκακηγόρειτε

(너희는) 씹고 있었다

ἐκακηγο῀ρουν

(그들은) 씹고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκακηγοροῦμην

(나는) 씹히고 있었다

ἐκακηγόρου

(너는) 씹히고 있었다

ἐκακηγόρειτο

(그는) 씹히고 있었다

쌍수 ἐκακηγόρεισθον

(너희 둘은) 씹히고 있었다

ἐκακηγορεῖσθην

(그 둘은) 씹히고 있었다

복수 ἐκακηγοροῦμεθα

(우리는) 씹히고 있었다

ἐκακηγόρεισθε

(너희는) 씹히고 있었다

ἐκακηγόρουντο

(그들은) 씹히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρέξομεν οὖν ἀφορμὰς τοῖς κακηγορεῖν ἐθέλουσιν καταλεύσαντες ἄνδρα μηδὲ ἀπολογησάμενον ὑπὲρ ἑαυτοῦ, καὶ ταῦτα δικαιοσύνῃ χαίρειν αὐτοὶ λέγοντες. (Lucian, Piscator, (no name) 10:6)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 10:6)

  • καὶ ταῦτα λέγω ὡς οὐχ ὑγιές τι Κρατιστόλου καὶ Πολυξένου πρὸς σὲ εἰρηκότων, ὧν φασὶ λέγειν τὸν ἕτερον ὅτι ἀκούοι Ὀλυμπίασι πολλῶν τινων τῶν μετ ἐμοῦ σε κακηγορούντων. (Plato, Epistles, Letter 2 4:3)

    (플라톤, Epistles, Letter 2 4:3)

  • τοῦ ἀνδρείου ἔργα ποιεῖν, οἱο῀ν μὴ λείπειν τὴν τάξιν μηδὲ φεύγειν μηδὲ ῥιπτεῖν τὰ ὅπλα, καὶ τὰ τοῦ σώφρονος, οἱο῀ν μὴ μοιχεύειν μηδ ὑβρίζειν, καὶ τὰ τοῦ πράου, οἱο῀ν μὴ τύπτειν μηδὲ κακηγορεῖν, ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὰς ἄλλας ἀρετὰς καὶ μοχθηρίας τὰ μὲν κελεύων τὰ δ ἀπαγορεύων, ὀρθῶς μὲν ὁ κείμενος ὀρθῶς, χεῖρον δ ὁ ἀπεσχεδιασμένος. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 5 14:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 5 14:1)

  • ἀεὶ γὰρ σαυτόν τε κακηγορεῖς καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ δοκεῖς μοι ἀτεχνῶς πάντας ἀθλίους ἡγεῖσθαι πλὴν Σωκράτους, ἀπὸ σαυτοῦ ἀρξάμενος. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 10:4)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 10:4)

  • μὴ κακηγόρει, ὦ λῷστε Πῶλε, ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ: (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 123:10)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 123:10)

유의어

  1. 씹다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION