Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰχθυβολέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἰχθυβολέω ἰχθυβολήσω

Structure: ἰχθυβολέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from i)xqubo/los

Sense

  1. to strike fish

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἰχθυβολῶ ἰχθυβολεῖς ἰχθυβολεῖ
Dual ἰχθυβολεῖτον ἰχθυβολεῖτον
Plural ἰχθυβολοῦμεν ἰχθυβολεῖτε ἰχθυβολοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἰχθυβολῶ ἰχθυβολῇς ἰχθυβολῇ
Dual ἰχθυβολῆτον ἰχθυβολῆτον
Plural ἰχθυβολῶμεν ἰχθυβολῆτε ἰχθυβολῶσιν*
OptativeSingular ἰχθυβολοῖμι ἰχθυβολοῖς ἰχθυβολοῖ
Dual ἰχθυβολοῖτον ἰχθυβολοίτην
Plural ἰχθυβολοῖμεν ἰχθυβολοῖτε ἰχθυβολοῖεν
ImperativeSingular ἰχθυβόλει ἰχθυβολείτω
Dual ἰχθυβολεῖτον ἰχθυβολείτων
Plural ἰχθυβολεῖτε ἰχθυβολούντων, ἰχθυβολείτωσαν
Infinitive ἰχθυβολεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἰχθυβολων ἰχθυβολουντος ἰχθυβολουσα ἰχθυβολουσης ἰχθυβολουν ἰχθυβολουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἰχθυβολοῦμαι ἰχθυβολεῖ, ἰχθυβολῇ ἰχθυβολεῖται
Dual ἰχθυβολεῖσθον ἰχθυβολεῖσθον
Plural ἰχθυβολούμεθα ἰχθυβολεῖσθε ἰχθυβολοῦνται
SubjunctiveSingular ἰχθυβολῶμαι ἰχθυβολῇ ἰχθυβολῆται
Dual ἰχθυβολῆσθον ἰχθυβολῆσθον
Plural ἰχθυβολώμεθα ἰχθυβολῆσθε ἰχθυβολῶνται
OptativeSingular ἰχθυβολοίμην ἰχθυβολοῖο ἰχθυβολοῖτο
Dual ἰχθυβολοῖσθον ἰχθυβολοίσθην
Plural ἰχθυβολοίμεθα ἰχθυβολοῖσθε ἰχθυβολοῖντο
ImperativeSingular ἰχθυβολοῦ ἰχθυβολείσθω
Dual ἰχθυβολεῖσθον ἰχθυβολείσθων
Plural ἰχθυβολεῖσθε ἰχθυβολείσθων, ἰχθυβολείσθωσαν
Infinitive ἰχθυβολεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἰχθυβολουμενος ἰχθυβολουμενου ἰχθυβολουμενη ἰχθυβολουμενης ἰχθυβολουμενον ἰχθυβολουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἰχθυβολήσω ἰχθυβολήσεις ἰχθυβολήσει
Dual ἰχθυβολήσετον ἰχθυβολήσετον
Plural ἰχθυβολήσομεν ἰχθυβολήσετε ἰχθυβολήσουσιν*
OptativeSingular ἰχθυβολήσοιμι ἰχθυβολήσοις ἰχθυβολήσοι
Dual ἰχθυβολήσοιτον ἰχθυβολησοίτην
Plural ἰχθυβολήσοιμεν ἰχθυβολήσοιτε ἰχθυβολήσοιεν
Infinitive ἰχθυβολήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἰχθυβολησων ἰχθυβολησοντος ἰχθυβολησουσα ἰχθυβολησουσης ἰχθυβολησον ἰχθυβολησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἰχθυβολήσομαι ἰχθυβολήσει, ἰχθυβολήσῃ ἰχθυβολήσεται
Dual ἰχθυβολήσεσθον ἰχθυβολήσεσθον
Plural ἰχθυβολησόμεθα ἰχθυβολήσεσθε ἰχθυβολήσονται
OptativeSingular ἰχθυβολησοίμην ἰχθυβολήσοιο ἰχθυβολήσοιτο
Dual ἰχθυβολήσοισθον ἰχθυβολησοίσθην
Plural ἰχθυβολησοίμεθα ἰχθυβολήσοισθε ἰχθυβολήσοιντο
Infinitive ἰχθυβολήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἰχθυβολησομενος ἰχθυβολησομενου ἰχθυβολησομενη ἰχθυβολησομενης ἰχθυβολησομενον ἰχθυβολησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἁγνὸν ἀπ’ ἰχθυβόλου θήρασ τόδε· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 242)

Synonyms

  1. to strike fish

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION