Ancient Greek-English Dictionary Language

ἡμερολογέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἡμερολογέω

Structure: ἡμερολογέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: le/gw

Sense

  1. to count by days

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἡμερολόγω ἡμερολόγεις ἡμερολόγει
Dual ἡμερολόγειτον ἡμερολόγειτον
Plural ἡμερολόγουμεν ἡμερολόγειτε ἡμερολόγουσιν*
SubjunctiveSingular ἡμερολόγω ἡμερολόγῃς ἡμερολόγῃ
Dual ἡμερολόγητον ἡμερολόγητον
Plural ἡμερολόγωμεν ἡμερολόγητε ἡμερολόγωσιν*
OptativeSingular ἡμερολόγοιμι ἡμερολόγοις ἡμερολόγοι
Dual ἡμερολόγοιτον ἡμερολογοίτην
Plural ἡμερολόγοιμεν ἡμερολόγοιτε ἡμερολόγοιεν
ImperativeSingular ἡμερολο͂γει ἡμερολογεῖτω
Dual ἡμερολόγειτον ἡμερολογεῖτων
Plural ἡμερολόγειτε ἡμερολογοῦντων, ἡμερολογεῖτωσαν
Infinitive ἡμερολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἡμερολογων ἡμερολογουντος ἡμερολογουσα ἡμερολογουσης ἡμερολογουν ἡμερολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἡμερολόγουμαι ἡμερολόγει, ἡμερολόγῃ ἡμερολόγειται
Dual ἡμερολόγεισθον ἡμερολόγεισθον
Plural ἡμερολογοῦμεθα ἡμερολόγεισθε ἡμερολόγουνται
SubjunctiveSingular ἡμερολόγωμαι ἡμερολόγῃ ἡμερολόγηται
Dual ἡμερολόγησθον ἡμερολόγησθον
Plural ἡμερολογώμεθα ἡμερολόγησθε ἡμερολόγωνται
OptativeSingular ἡμερολογοίμην ἡμερολόγοιο ἡμερολόγοιτο
Dual ἡμερολόγοισθον ἡμερολογοίσθην
Plural ἡμερολογοίμεθα ἡμερολόγοισθε ἡμερολόγοιντο
ImperativeSingular ἡμερολόγου ἡμερολογεῖσθω
Dual ἡμερολόγεισθον ἡμερολογεῖσθων
Plural ἡμερολόγεισθε ἡμερολογεῖσθων, ἡμερολογεῖσθωσαν
Infinitive ἡμερολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἡμερολογουμενος ἡμερολογουμενου ἡμερολογουμενη ἡμερολογουμενης ἡμερολογουμενον ἡμερολογουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to count by days

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION