헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γαμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γαμέω γαμῶ ἔγημα γεγάμηκα γεγάμημαι

형태분석: γαμέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ga/mos

  1. 결혼하다, 어루다
  2. 약혼하다
  1. I marry
  2. (middle) I give myself in marriage
  3. (middle) I get a spouse for, I betroth (generally of parents for their children)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γαμῶ

(나는) 결혼한다

γαμεῖς

(너는) 결혼한다

γαμεῖ

(그는) 결혼한다

쌍수 γαμεῖτον

(너희 둘은) 결혼한다

γαμεῖτον

(그 둘은) 결혼한다

복수 γαμοῦμεν

(우리는) 결혼한다

γαμεῖτε

(너희는) 결혼한다

γαμοῦσιν*

(그들은) 결혼한다

접속법단수 γαμῶ

(나는) 결혼하자

γαμῇς

(너는) 결혼하자

γαμῇ

(그는) 결혼하자

쌍수 γαμῆτον

(너희 둘은) 결혼하자

γαμῆτον

(그 둘은) 결혼하자

복수 γαμῶμεν

(우리는) 결혼하자

γαμῆτε

(너희는) 결혼하자

γαμῶσιν*

(그들은) 결혼하자

기원법단수 γαμοῖμι

(나는) 결혼하기를 (바라다)

γαμοῖς

(너는) 결혼하기를 (바라다)

γαμοῖ

(그는) 결혼하기를 (바라다)

쌍수 γαμοῖτον

(너희 둘은) 결혼하기를 (바라다)

γαμοίτην

(그 둘은) 결혼하기를 (바라다)

복수 γαμοῖμεν

(우리는) 결혼하기를 (바라다)

γαμοῖτε

(너희는) 결혼하기를 (바라다)

γαμοῖεν

(그들은) 결혼하기를 (바라다)

명령법단수 γάμει

(너는) 결혼해라

γαμείτω

(그는) 결혼해라

쌍수 γαμεῖτον

(너희 둘은) 결혼해라

γαμείτων

(그 둘은) 결혼해라

복수 γαμεῖτε

(너희는) 결혼해라

γαμούντων, γαμείτωσαν

(그들은) 결혼해라

부정사 γαμεῖν

결혼하는 것

분사 남성여성중성
γαμων

γαμουντος

γαμουσα

γαμουσης

γαμουν

γαμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γαμοῦμαι

γαμεῖ, γαμῇ

γαμεῖται

쌍수 γαμεῖσθον

γαμεῖσθον

복수 γαμούμεθα

γαμεῖσθε

γαμοῦνται

접속법단수 γαμῶμαι

γαμῇ

γαμῆται

쌍수 γαμῆσθον

γαμῆσθον

복수 γαμώμεθα

γαμῆσθε

γαμῶνται

기원법단수 γαμοίμην

γαμοῖο

γαμοῖτο

쌍수 γαμοῖσθον

γαμοίσθην

복수 γαμοίμεθα

γαμοῖσθε

γαμοῖντο

명령법단수 γαμοῦ

γαμείσθω

쌍수 γαμεῖσθον

γαμείσθων

복수 γαμεῖσθε

γαμείσθων, γαμείσθωσαν

부정사 γαμεῖσθαι

분사 남성여성중성
γαμουμενος

γαμουμενου

γαμουμενη

γαμουμενης

γαμουμενον

γαμουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γαμῶ

(나는) 결혼하겠다

γαμεῖς

(너는) 결혼하겠다

γαμεῖ

(그는) 결혼하겠다

쌍수 γαμεῖτον

(너희 둘은) 결혼하겠다

γαμεῖτον

(그 둘은) 결혼하겠다

복수 γαμοῦμεν

(우리는) 결혼하겠다

γαμεῖτε

(너희는) 결혼하겠다

γαμοῦσιν*

(그들은) 결혼하겠다

기원법단수 γαμοῖμι

(나는) 결혼하겠기를 (바라다)

γαμοῖς

(너는) 결혼하겠기를 (바라다)

γαμοῖ

(그는) 결혼하겠기를 (바라다)

쌍수 γαμοῖτον

(너희 둘은) 결혼하겠기를 (바라다)

γαμοίτην

(그 둘은) 결혼하겠기를 (바라다)

복수 γαμοῖμεν

(우리는) 결혼하겠기를 (바라다)

γαμοῖτε

(너희는) 결혼하겠기를 (바라다)

γαμοῖεν

(그들은) 결혼하겠기를 (바라다)

부정사 γαμεῖν

결혼할 것

분사 남성여성중성
γαμων

γαμουντος

γαμουσα

γαμουσης

γαμουν

γαμουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γαμοῦμαι

γαμεῖ, γαμῇ

γαμεῖται

쌍수 γαμεῖσθον

γαμεῖσθον

복수 γαμούμεθα

γαμεῖσθε

γαμοῦνται

기원법단수 γαμοίμην

γαμοῖο

γαμοῖτο

쌍수 γαμοῖσθον

γαμοίσθην

복수 γαμοίμεθα

γαμοῖσθε

γαμοῖντο

부정사 γαμεῖσθαι

분사 남성여성중성
γαμουμενος

γαμουμενου

γαμουμενη

γαμουμενης

γαμουμενον

γαμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγάμουν

(나는) 결혼하고 있었다

ἐγάμεις

(너는) 결혼하고 있었다

ἐγάμειν*

(그는) 결혼하고 있었다

쌍수 ἐγαμεῖτον

(너희 둘은) 결혼하고 있었다

ἐγαμείτην

(그 둘은) 결혼하고 있었다

복수 ἐγαμοῦμεν

(우리는) 결혼하고 있었다

ἐγαμεῖτε

(너희는) 결혼하고 있었다

ἐγάμουν

(그들은) 결혼하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγαμούμην

ἐγαμοῦ

ἐγαμεῖτο

쌍수 ἐγαμεῖσθον

ἐγαμείσθην

복수 ἐγαμούμεθα

ἐγαμεῖσθε

ἐγαμοῦντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓γημα

(나는) 결혼했다

έ̓γημας

(너는) 결혼했다

έ̓γημεν*

(그는) 결혼했다

쌍수 ἐγήματον

(너희 둘은) 결혼했다

ἐγημάτην

(그 둘은) 결혼했다

복수 ἐγήμαμεν

(우리는) 결혼했다

ἐγήματε

(너희는) 결혼했다

έ̓γημαν

(그들은) 결혼했다

접속법단수 γήμω

(나는) 결혼했자

γήμῃς

(너는) 결혼했자

γήμῃ

(그는) 결혼했자

쌍수 γήμητον

(너희 둘은) 결혼했자

γήμητον

(그 둘은) 결혼했자

복수 γήμωμεν

(우리는) 결혼했자

γήμητε

(너희는) 결혼했자

γήμωσιν*

(그들은) 결혼했자

기원법단수 γήμαιμι

(나는) 결혼했기를 (바라다)

γήμαις

(너는) 결혼했기를 (바라다)

γήμαι

(그는) 결혼했기를 (바라다)

쌍수 γήμαιτον

(너희 둘은) 결혼했기를 (바라다)

γημαίτην

(그 둘은) 결혼했기를 (바라다)

복수 γήμαιμεν

(우리는) 결혼했기를 (바라다)

γήμαιτε

(너희는) 결혼했기를 (바라다)

γήμαιεν

(그들은) 결혼했기를 (바라다)

명령법단수 γήμον

(너는) 결혼했어라

γημάτω

(그는) 결혼했어라

쌍수 γήματον

(너희 둘은) 결혼했어라

γημάτων

(그 둘은) 결혼했어라

복수 γήματε

(너희는) 결혼했어라

γημάντων

(그들은) 결혼했어라

부정사 γήμαι

결혼했는 것

분사 남성여성중성
γημᾱς

γημαντος

γημᾱσα

γημᾱσης

γημαν

γημαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγημάμην

ἐγήμω

ἐγήματο

쌍수 ἐγήμασθον

ἐγημάσθην

복수 ἐγημάμεθα

ἐγήμασθε

ἐγήμαντο

접속법단수 γήμωμαι

γήμῃ

γήμηται

쌍수 γήμησθον

γήμησθον

복수 γημώμεθα

γήμησθε

γήμωνται

기원법단수 γημαίμην

γήμαιο

γήμαιτο

쌍수 γήμαισθον

γημαίσθην

복수 γημαίμεθα

γήμαισθε

γήμαιντο

명령법단수 γήμαι

γημάσθω

쌍수 γήμασθον

γημάσθων

복수 γήμασθε

γημάσθων

부정사 γήμεσθαι

분사 남성여성중성
γημαμενος

γημαμενου

γημαμενη

γημαμενης

γημαμενον

γημαμενου

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεγάμηκα

(나는) 결혼했다

γεγάμηκας

(너는) 결혼했다

γεγάμηκεν*

(그는) 결혼했다

쌍수 γεγαμήκατον

(너희 둘은) 결혼했다

γεγαμήκατον

(그 둘은) 결혼했다

복수 γεγαμήκαμεν

(우리는) 결혼했다

γεγαμήκατε

(너희는) 결혼했다

γεγαμήκᾱσιν*

(그들은) 결혼했다

접속법단수 γεγαμήκω

(나는) 결혼했자

γεγαμήκῃς

(너는) 결혼했자

γεγαμήκῃ

(그는) 결혼했자

쌍수 γεγαμήκητον

(너희 둘은) 결혼했자

γεγαμήκητον

(그 둘은) 결혼했자

복수 γεγαμήκωμεν

(우리는) 결혼했자

γεγαμήκητε

(너희는) 결혼했자

γεγαμήκωσιν*

(그들은) 결혼했자

기원법단수 γεγαμήκοιμι

(나는) 결혼했기를 (바라다)

γεγαμήκοις

(너는) 결혼했기를 (바라다)

γεγαμήκοι

(그는) 결혼했기를 (바라다)

쌍수 γεγαμήκοιτον

(너희 둘은) 결혼했기를 (바라다)

γεγαμηκοίτην

(그 둘은) 결혼했기를 (바라다)

복수 γεγαμήκοιμεν

(우리는) 결혼했기를 (바라다)

γεγαμήκοιτε

(너희는) 결혼했기를 (바라다)

γεγαμήκοιεν

(그들은) 결혼했기를 (바라다)

명령법단수 γεγάμηκε

(너는) 결혼했어라

γεγαμηκέτω

(그는) 결혼했어라

쌍수 γεγαμήκετον

(너희 둘은) 결혼했어라

γεγαμηκέτων

(그 둘은) 결혼했어라

복수 γεγαμήκετε

(너희는) 결혼했어라

γεγαμηκόντων

(그들은) 결혼했어라

부정사 γεγαμηκέναι

결혼했는 것

분사 남성여성중성
γεγαμηκως

γεγαμηκοντος

γεγαμηκυῑα

γεγαμηκυῑᾱς

γεγαμηκον

γεγαμηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεγάμημαι

γεγάμησαι

γεγάμηται

쌍수 γεγάμησθον

γεγάμησθον

복수 γεγαμήμεθα

γεγάμησθε

γεγάμηνται

명령법단수 γεγάμησο

γεγαμήσθω

쌍수 γεγάμησθον

γεγαμήσθων

복수 γεγάμησθε

γεγαμήσθων

부정사 γεγάμησθαι

분사 남성여성중성
γεγαμημενος

γεγαμημενου

γεγαμημενη

γεγαμημενης

γεγαμημενον

γεγαμημενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 결혼하다

  2. I give myself in marriage

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION