Ancient Greek-English Dictionary Language

φρικώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φρικώδης φρικώδες

Structure: φρικωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. that causes shuddering, horrible, horribly, to be in utter horror

Examples

  • ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἰσραὴλ εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν τοῦ Ἐφραίμ. ἐμιάνθη Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα. (Septuagint, Prophetia Osee 6:10)
  • εἶτα ἐκ τοῦ κόλπου προκομίσασα ῥόμβου ἐπιστρέφει ἐπῳδήν τινα λέγουσα ἐπιτρόχῳ τῇ γλώττῃ, βαρβαρικὰ καὶ φρικώδη ὀνόματα. (Lucian, Dialogi meretricii, 5:3)
  • ἡ χρόα τετραμμένη, οἱ ὀφθαλμοὶ περιφερεῖσ, κόμη ἀνασοβουμένη, κίνημα κορυβαντῶδεσ, καὶ ὅλωσ κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:15)
  • ὦ νυκτὸσ κελαινοφαὴσ ὄρφνα, τίνα μοι δύστανον ὄνειρον πέμπεισ ἐξ ἀφανοῦσ, Αἴδα πρόμολον, ψυχὰν ἄψυχον ἔχοντα, μελαίνασ Νυκτὸσ παῖδα, φρικώδη δεινὰν ὄψιν, μελανονεκυείμονα, φόνια φόνια δερκόμενον, μεγάλουσ ὄνυχασ ἔχοντα. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric4)
  • καὶ βαρείασ περὶ τοῦ θεοῦ δόξασ ἀπωσαμένῃ, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν ἀσεβῶν χώρῳ τῷ ὕπνῳ τῶν δεισιδαιμόνων εἴδωλα φρικώδη καὶ τεράστια φάσματα καὶ ποινάσ τινασ ἐγείρουσα καὶ στροβοῦσα τὴν ἀθλίαν ψυχὴν ἐκδιώκει τοῖσ ὀνείροισ ἐκ τῶν ὕπνων, μαστιζομένην καὶ κολαζομένην αὐτὴν ὑφ’ αὑτῆσ ὡσ ὑφ’ ἑτέρου, καὶ δεινὰ προστάγματα καὶ ἀλλόκοτα λαμβάνουσαν. (Plutarch, De superstitione, section 3 8:1)

Synonyms

  1. that causes shuddering

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION