헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐχαριστέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐχαριστέω ηὐχαρίστησα ηὐχαρίστημαι

형태분석: εὐχαριστέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from eu)xa/ristos

  1. 받을 자격이 있다, 강요하다, 의무 지우다
  2. 감사하다, 찬양하다, 기도를 올리다
  3. 기도하다, 간절히 바라다
  4. 축하하다
  1. I bestow a favour on, oblige
  2. I am grateful, thankful
  3. I thank, give thanks
  4. I pray
  5. I wish well, congratulate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐχαρίστω

(나는) 받을 자격이 있는다

εὐχαρίστεις

(너는) 받을 자격이 있는다

εὐχαρίστει

(그는) 받을 자격이 있는다

쌍수 εὐχαρίστειτον

(너희 둘은) 받을 자격이 있는다

εὐχαρίστειτον

(그 둘은) 받을 자격이 있는다

복수 εὐχαρίστουμεν

(우리는) 받을 자격이 있는다

εὐχαρίστειτε

(너희는) 받을 자격이 있는다

εὐχαρίστουσιν*

(그들은) 받을 자격이 있는다

접속법단수 εὐχαρίστω

(나는) 받을 자격이 있자

εὐχαρίστῃς

(너는) 받을 자격이 있자

εὐχαρίστῃ

(그는) 받을 자격이 있자

쌍수 εὐχαρίστητον

(너희 둘은) 받을 자격이 있자

εὐχαρίστητον

(그 둘은) 받을 자격이 있자

복수 εὐχαρίστωμεν

(우리는) 받을 자격이 있자

εὐχαρίστητε

(너희는) 받을 자격이 있자

εὐχαρίστωσιν*

(그들은) 받을 자격이 있자

기원법단수 εὐχαρίστοιμι

(나는) 받을 자격이 있기를 (바라다)

εὐχαρίστοις

(너는) 받을 자격이 있기를 (바라다)

εὐχαρίστοι

(그는) 받을 자격이 있기를 (바라다)

쌍수 εὐχαρίστοιτον

(너희 둘은) 받을 자격이 있기를 (바라다)

εὐχαριστοίτην

(그 둘은) 받을 자격이 있기를 (바라다)

복수 εὐχαρίστοιμεν

(우리는) 받을 자격이 있기를 (바라다)

εὐχαρίστοιτε

(너희는) 받을 자격이 있기를 (바라다)

εὐχαρίστοιεν

(그들은) 받을 자격이 있기를 (바라다)

명령법단수 εὐχαρῖστει

(너는) 받을 자격이 있어라

εὐχαριστεῖτω

(그는) 받을 자격이 있어라

쌍수 εὐχαρίστειτον

(너희 둘은) 받을 자격이 있어라

εὐχαριστεῖτων

(그 둘은) 받을 자격이 있어라

복수 εὐχαρίστειτε

(너희는) 받을 자격이 있어라

εὐχαριστοῦντων, εὐχαριστεῖτωσαν

(그들은) 받을 자격이 있어라

부정사 εὐχαρίστειν

받을 자격이 있는 것

분사 남성여성중성
εὐχαριστων

εὐχαριστουντος

εὐχαριστουσα

εὐχαριστουσης

εὐχαριστουν

εὐχαριστουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐχαρίστουμαι

εὐχαρίστει, εὐχαρίστῃ

εὐχαρίστειται

쌍수 εὐχαρίστεισθον

εὐχαρίστεισθον

복수 εὐχαριστοῦμεθα

εὐχαρίστεισθε

εὐχαρίστουνται

접속법단수 εὐχαρίστωμαι

εὐχαρίστῃ

εὐχαρίστηται

쌍수 εὐχαρίστησθον

εὐχαρίστησθον

복수 εὐχαριστώμεθα

εὐχαρίστησθε

εὐχαρίστωνται

기원법단수 εὐχαριστοίμην

εὐχαρίστοιο

εὐχαρίστοιτο

쌍수 εὐχαρίστοισθον

εὐχαριστοίσθην

복수 εὐχαριστοίμεθα

εὐχαρίστοισθε

εὐχαρίστοιντο

명령법단수 εὐχαρίστου

εὐχαριστεῖσθω

쌍수 εὐχαρίστεισθον

εὐχαριστεῖσθων

복수 εὐχαρίστεισθε

εὐχαριστεῖσθων, εὐχαριστεῖσθωσαν

부정사 εὐχαρίστεισθαι

분사 남성여성중성
εὐχαριστουμενος

εὐχαριστουμενου

εὐχαριστουμενη

εὐχαριστουμενης

εὐχαριστουμενον

εὐχαριστουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐχαρῖστουν

(나는) 받을 자격이 있고 있었다

ηὐχαρῖστεις

(너는) 받을 자격이 있고 있었다

ηὐχαρῖστειν*

(그는) 받을 자격이 있고 있었다

쌍수 ηὐχαρίστειτον

(너희 둘은) 받을 자격이 있고 있었다

ηὐχαριστεῖτην

(그 둘은) 받을 자격이 있고 있었다

복수 ηὐχαρίστουμεν

(우리는) 받을 자격이 있고 있었다

ηὐχαρίστειτε

(너희는) 받을 자격이 있고 있었다

ηὐχαρῖστουν

(그들은) 받을 자격이 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐχαριστοῦμην

ηὐχαρίστου

ηὐχαρίστειτο

쌍수 ηὐχαρίστεισθον

ηὐχαριστεῖσθην

복수 ηὐχαριστοῦμεθα

ηὐχαρίστεισθε

ηὐχαρίστουντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐχαρίστησα

(나는) 받을 자격이 있었다

ηὐχαρίστησας

(너는) 받을 자격이 있었다

ηὐχαρίστησεν*

(그는) 받을 자격이 있었다

쌍수 ηὐχαριστήσατον

(너희 둘은) 받을 자격이 있었다

ηὐχαριστησάτην

(그 둘은) 받을 자격이 있었다

복수 ηὐχαριστήσαμεν

(우리는) 받을 자격이 있었다

ηὐχαριστήσατε

(너희는) 받을 자격이 있었다

ηὐχαρίστησαν

(그들은) 받을 자격이 있었다

접속법단수 εὐχαριστήσω

(나는) 받을 자격이 있었자

εὐχαριστήσῃς

(너는) 받을 자격이 있었자

εὐχαριστήσῃ

(그는) 받을 자격이 있었자

쌍수 εὐχαριστήσητον

(너희 둘은) 받을 자격이 있었자

εὐχαριστήσητον

(그 둘은) 받을 자격이 있었자

복수 εὐχαριστήσωμεν

(우리는) 받을 자격이 있었자

εὐχαριστήσητε

(너희는) 받을 자격이 있었자

εὐχαριστήσωσιν*

(그들은) 받을 자격이 있었자

기원법단수 εὐχαριστήσαιμι

(나는) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

εὐχαριστήσαις

(너는) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

εὐχαριστήσαι

(그는) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

쌍수 εὐχαριστήσαιτον

(너희 둘은) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

εὐχαριστησαίτην

(그 둘은) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

복수 εὐχαριστήσαιμεν

(우리는) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

εὐχαριστήσαιτε

(너희는) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

εὐχαριστήσαιεν

(그들은) 받을 자격이 있었기를 (바라다)

명령법단수 εὐχαρίστησον

(너는) 받을 자격이 있었어라

εὐχαριστησάτω

(그는) 받을 자격이 있었어라

쌍수 εὐχαριστήσατον

(너희 둘은) 받을 자격이 있었어라

εὐχαριστησάτων

(그 둘은) 받을 자격이 있었어라

복수 εὐχαριστήσατε

(너희는) 받을 자격이 있었어라

εὐχαριστησάντων

(그들은) 받을 자격이 있었어라

부정사 εὐχαριστήσαι

받을 자격이 있었는 것

분사 남성여성중성
εὐχαριστησᾱς

εὐχαριστησαντος

εὐχαριστησᾱσα

εὐχαριστησᾱσης

εὐχαριστησαν

εὐχαριστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐχαριστησάμην

ηὐχαριστήσω

ηὐχαριστήσατο

쌍수 ηὐχαριστήσασθον

ηὐχαριστησάσθην

복수 ηὐχαριστησάμεθα

ηὐχαριστήσασθε

ηὐχαριστήσαντο

접속법단수 εὐχαριστήσωμαι

εὐχαριστήσῃ

εὐχαριστήσηται

쌍수 εὐχαριστήσησθον

εὐχαριστήσησθον

복수 εὐχαριστησώμεθα

εὐχαριστήσησθε

εὐχαριστήσωνται

기원법단수 εὐχαριστησαίμην

εὐχαριστήσαιο

εὐχαριστήσαιτο

쌍수 εὐχαριστήσαισθον

εὐχαριστησαίσθην

복수 εὐχαριστησαίμεθα

εὐχαριστήσαισθε

εὐχαριστήσαιντο

명령법단수 εὐχαρίστησαι

εὐχαριστησάσθω

쌍수 εὐχαριστήσασθον

εὐχαριστησάσθων

복수 εὐχαριστήσασθε

εὐχαριστησάσθων

부정사 εὐχαριστήσεσθαι

분사 남성여성중성
εὐχαριστησαμενος

εὐχαριστησαμενου

εὐχαριστησαμενη

εὐχαριστησαμενης

εὐχαριστησαμενον

εὐχαριστησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρὰ ταῦτα πάντα εὐχαριστήσωμεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὃσ πειράζει ἡμᾶσ καθὰ καὶ τοὺσ πατέρασ ἡμῶν. (Septuagint, Liber Iudith 8:25)

    (70인역 성경, 유딧기 8:25)

  • ἀλλ’ ὅτι μὲν ἄμπελον ἔδωκαν ἢ πυρούσ, ἐπιθύομεν τούτου ἕνεκα, ὅτι δὲ τοιοῦτον ἐξήνεγκαν καρπὸν ἐν ἀνθρωπίνῃ διανοίᾳ, δι’ οὗ τὴν ἀλήθειαν τὴν περὶ εὐδαιμονίασ δείξειν ἡμῖν ἤμελλον, τούτου δ’ ἕνεκα οὐκ εὐχαριστήσωμεν τῷ θεῷ; (Epictetus, Works, book 1, 32:1)

    (에픽테토스, Works, book 1, 32:1)

  • μήτ’ ἀχάριστοσ ἴσθι μήτε πάλιν ἀμνήμων τῶν κρεισσόνων, ἀλλ’ ὑπὲρ μὲν τοῦ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν καὶ νὴ Δία ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ ζῆν καὶ τῶν συνεργῶν πρὸσ αὐτό, ὑπὲρ καρπῶν ξηρῶν, ὑπὲρ οἴνου, ὑπὲρ ἐλαίου εὐχαρίστει τῷ θεῷ· (Epictetus, Works, book 2, 5:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 5:1)

  • Ὡσ δ’ εἰσ Ιἑροσόλυμα Ἡρώδησ ἀφικνεῖται, συναγαγὼν τὸν λαὸν καὶ τοὺσ τρεῖσ υἱοὺσ παραστησάμενοσ ἀπελογεῖτο περὶ τῆσ ἀποδημίασ, καὶ πολλὰ μὲν εὐχαρίστει τῷ θεῷ, πολλὰ δὲ Καίσαρι καταστησαμένῳ τὸν οἶκον αὐτοῦ τεταραγμένον καὶ μεῖζόν τι τοῖσ υἱοῖσ βασιλείασ παρασχόντι τὴν ὁμόνοιαν, ἣν αὐτόσ, ἔφη, συναρμόσω μᾶλλον· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 652:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 652:1)

  • διότι γνόντεσ τὸν θεὸν οὐχ ὡσ θεὸν ἐδόξασαν ἢ ηὐχαρίστησαν, ἀλλὰ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖσ διαλογισμοῖσ αὐτῶν καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετοσ αὐτῶν καρδία· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 24:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 24:1)

유의어

  1. 감사하다

  2. 기도하다

  3. 축하하다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION