Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐρυπυλής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: εὐρυπυλής εὐρυπυλές

Structure: εὐρυπυλη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pu/lh

Sense

  1. with broad gates

Examples

  • "ἔνθ’ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸσ ἀγλαὸν υἱόν, χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν, ἥμενον, οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκασ εἴροντο ἄνακτα, ἥμενοι ἑσταότεσ τε κατ’ εὐρυπυλὲσ Αἴ̈δοσ δῶ. (Homer, Odyssey, Book 11 69:1)
  • τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων, οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν, ἀλλ’ αὔτωσ ἀλάλημαι ἀν’ εὐρυπυλὲσ Αἴ̈δοσ δῶ. (Homer, Iliad, Book 23 7:11)
  • , Εὐρυπύλησ Ἀρχέδικοσ, Δυνάστησ Ἐρατοῦσ, ἈσωπίδοσΜέντωρ, Ηὤνησ Ἀμήστριοσ, Τιφύσησ Λυγκαῖοσ, Ἁλοκράτησ Ὀλυμπούσησ, Ἑλικωνίδοσ Φαλίασ, Ἡσυχείησ Οἰστρόβλησ, Τερψικράτησ Εὐρυόπησ, Ἐλαχείασ Βουλεύσ, Ἀντίμαχοσ Νικίππησ, Πάτροκλοσ Πυρίππησ, Νῆφοσ Πραξιθέασ, Λυσίππησ Ἐράσιπποσ, Λυκοῦργοσ Τοξικράτησ, Βουκόλοσ Μάρσησ, Λεύκιπποσ Εὐρυτέλησ, Ἱπποκράτησ Ἱππόζυγοσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 7 8:10)

Synonyms

  1. with broad gates

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION