- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμέλημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: epimelēma 고전 발음: [에삐멜레:마] 신약 발음: [애삐맬레마]

기본형: ἐπιμέλημα ἐπιμέληματος

형태분석: ἐπιμεληματ (어간)

어원: from ἐπιμελής

  1. 걱정, 불안, 조심
  1. a care, anxiety

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπιμέλημα

걱정이

ἐπιμελήματε

걱정들이

ἐπιμελήματα

걱정들이

속격 ἐπιμελήματος

걱정의

ἐπιμελημάτοιν

걱정들의

ἐπιμελημάτων

걱정들의

여격 ἐπιμελήματι

걱정에게

ἐπιμελημάτοιν

걱정들에게

ἐπιμελήμασι(ν)

걱정들에게

대격 ἐπιμέλημα

걱정을

ἐπιμελήματε

걱정들을

ἐπιμελήματα

걱정들을

호격 ἐπιμέλημα

걱정아

ἐπιμελήματε

걱정들아

ἐπιμελήματα

걱정들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δ ἀμφότερα ταῦτα καὶ ἔργων καὶ ἐπιμελείας δεῖται τά τε ἔνδον καὶ τὰ ἔξω, καὶ τὴν φύσιν, φάναι, εὐθὺς παρεσκεύασεν ὁ θεός, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τὴν μὲν τῆς γυναικὸς ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα καὶ ἐπιμελήματα, <τὴν δὲ τοῦ ἀνδρὸς ἐπὶ τὰ ἔξω>. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 23:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 7 23:1)

  • ἓν μέντοι τῶν σοὶ προσηκόντων, ἔφην ἐγώ, ἐπιμελημάτων ἴσως ἀχαριστότερον δόξει εἶναι, ὅτι, ὃς ἂν κάμνῃ τῶν οἰκετῶν, τούτων σοι ἐπιμελητέον πάντων ὅπως θεραπεύηται. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 38:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 7 38:1)

유의어

  1. 걱정

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION