- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιλησμονή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: epilēsmonē 고전 발음: [에삘레:모네:] 신약 발음: [애삘레모네]

기본형: ἐπιλησμονή

형태분석: ἐπιλησμον (어간) + η (어미)

어원: from ἐπιλήσμων

  1. 건망증, 잊음
  1. forgetfulness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπιλησμονή

건망증이

ἐπιλησμονά

건망증들이

ἐπιλησμοναί

건망증들이

속격 ἐπιλησμονῆς

건망증의

ἐπιλησμοναῖν

건망증들의

ἐπιλησμονῶν

건망증들의

여격 ἐπιλησμονῇ

건망증에게

ἐπιλησμοναῖν

건망증들에게

ἐπιλησμοναῖς

건망증들에게

대격 ἐπιλησμονήν

건망증을

ἐπιλησμονά

건망증들을

ἐπιλησμονάς

건망증들을

호격 ἐπιλησμονή

건망증아

ἐπιλησμονά

건망증들아

ἐπιλησμοναί

건망증들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κάκωσις ὥρας ἐπιλησμονὴν ποιεῖ τρυφῆς, καὶ ἐν συντελείᾳ ἀνθρώπου ἀποκάλυψις ἔργων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 11:25)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:25)

  • ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται. (IAKWBOU, chapter 1 28:1)

    (IAKWBOU, chapter 1 28:1)

유의어

  1. 건망증

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION