ἐπασκέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπασκέω
ἐπασκήσω
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
ἀσκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 수행하다, 고용하다
- to labour or toil at, finish carefully
- to practise
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὦ καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν, ὡσ ἡδύ σου τοῖσι λόγοισ σῶφρον ἔπεστιν ἄνθοσ. (Aristophanes, Clouds, Agon, antistrophe1)
(아리스토파네스, Clouds, Agon, antistrophe1)
- μὴ οὖν ὡσ ὑπὲρ ἀλλοτρίασ, ἀλλ’ ὡσ ὑπὲρ οἰκείασ τῆσ πόλεωσ βουλεύεσθε, καὶ τὰσ φιλοτιμίασ μὴ νέμετε, ἀλλὰ κρίνετε, καὶ τὰσ δωρεὰσ εἰσ βελτίω σώματα καὶ ἄνδρασ ἀξιολογωτέρουσ ἀπόθεσθε, καὶ μὴ μόνον τοῖσ ὠσίν, ἀλλὰ καὶ τοῖσ ὄμμασι διαβλέψαντεσ εἰσ ὑμᾶσ αὐτοὺσ βουλεύσασθε, τίνεσ ὑμῶν εἰσιν οἱ βοηθήσοντεσ Δημοσθένει, πότερον οἱ συγκυνηγέται, ἢ οἱ συγγυμνασταὶ αὐτοῦ, ὅτ’ ἦν ἐν ἡλικία ‐ ἀλλὰ μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον οὐχ ὗσ ἀγρίουσ κυνηγετῶν, οὐδὲ τῆσ τοῦ σώματοσ εὐεξίασ ἐπιμελόμενοσ, ἀλλ’ ἐπασκῶν τέχνασ ἐπὶ τοὺσ τὰσ οὐσίασ κεκτημένουσ διαγεγένηται ‐ ἀλλ’ εἰσ τὴν ἀλαζονείαν ἀποβλέψαντεσ, ὅταν φῇ Βυζαντίουσ μὲν ἐκ τῶν χειρῶν πρεσβεύσασ ἐξελέσθαι τῶν Φιλίππου, ἀποστῆσαι δὲ Ἀκαρνᾶνασ, ἐκπλῆξαι δὲ Θηβαίουσ δημηγορήσασ· (Aeschines, Speeches, , section 255 1:1)
(아이스키네스, 연설, , section 255 1:1)
- καὶ πρὸσ θέσιν συνεγύμναζε τοὺσ μαθητάσ, ἅμα καὶ ῥητορικῶσ ἐπασκῶν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 3:3)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 3:3)
유의어
-
to labour or toil at
-
수행하다