Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνομιλέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐνομιλέω

Structure: ἐν (Prefix) + ὁμιλέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = o(mile/w e)n

Sense

  1. to be well acquainted with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνομιλῶ ἐνομιλεῖς ἐνομιλεῖ
Dual ἐνομιλεῖτον ἐνομιλεῖτον
Plural ἐνομιλοῦμεν ἐνομιλεῖτε ἐνομιλοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἐνομιλῶ ἐνομιλῇς ἐνομιλῇ
Dual ἐνομιλῆτον ἐνομιλῆτον
Plural ἐνομιλῶμεν ἐνομιλῆτε ἐνομιλῶσιν*
OptativeSingular ἐνομιλοῖμι ἐνομιλοῖς ἐνομιλοῖ
Dual ἐνομιλοῖτον ἐνομιλοίτην
Plural ἐνομιλοῖμεν ἐνομιλοῖτε ἐνομιλοῖεν
ImperativeSingular ἐνομίλει ἐνομιλείτω
Dual ἐνομιλεῖτον ἐνομιλείτων
Plural ἐνομιλεῖτε ἐνομιλούντων, ἐνομιλείτωσαν
Infinitive ἐνομιλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνομιλων ἐνομιλουντος ἐνομιλουσα ἐνομιλουσης ἐνομιλουν ἐνομιλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνομιλοῦμαι ἐνομιλεῖ, ἐνομιλῇ ἐνομιλεῖται
Dual ἐνομιλεῖσθον ἐνομιλεῖσθον
Plural ἐνομιλούμεθα ἐνομιλεῖσθε ἐνομιλοῦνται
SubjunctiveSingular ἐνομιλῶμαι ἐνομιλῇ ἐνομιλῆται
Dual ἐνομιλῆσθον ἐνομιλῆσθον
Plural ἐνομιλώμεθα ἐνομιλῆσθε ἐνομιλῶνται
OptativeSingular ἐνομιλοίμην ἐνομιλοῖο ἐνομιλοῖτο
Dual ἐνομιλοῖσθον ἐνομιλοίσθην
Plural ἐνομιλοίμεθα ἐνομιλοῖσθε ἐνομιλοῖντο
ImperativeSingular ἐνομιλοῦ ἐνομιλείσθω
Dual ἐνομιλεῖσθον ἐνομιλείσθων
Plural ἐνομιλεῖσθε ἐνομιλείσθων, ἐνομιλείσθωσαν
Infinitive ἐνομιλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνομιλουμενος ἐνομιλουμενου ἐνομιλουμενη ἐνομιλουμενης ἐνομιλουμενον ἐνομιλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be well acquainted with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION