Ancient Greek-English Dictionary Language

εμπίπρημι

-μι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: εμπίπρημι εμπρήσω

Structure: ἐμ (Prefix) + πίπρᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to burn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπῖπρημι ἐμπῖπρης ἐμπῖπρησιν*
Dual ἐμπίπρατον ἐμπίπρατον
Plural ἐμπίπραμεν ἐμπίπρατε ἐμπιπράᾱσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπίπρω ἐμπίπρῃς ἐμπίπρῃ
Dual ἐμπίπρητον ἐμπίπρητον
Plural ἐμπίπρωμεν ἐμπίπρητε ἐμπίπρωσιν*
OptativeSingular ἐμπιπραῖην ἐμπιπραῖης ἐμπιπραῖη
Dual ἐμπιπραῖητον ἐμπιπραίητην
Plural ἐμπιπραῖημεν ἐμπιπραῖητε ἐμπιπραῖησαν
ImperativeSingular ἐμπῖπρᾱ ἐμπιπράτω
Dual ἐμπίπρατον ἐμπιπράτων
Plural ἐμπίπρατε ἐμπιπράντων
Infinitive ἐμπιπράναι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιπρᾱς ἐμπιπραντος ἐμπιπρᾱσα ἐμπιπρᾱσης ἐμπιπραν ἐμπιπραντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπίπραμαι ἐμπίπρασαι ἐμπίπραται
Dual ἐμπίπρασθον ἐμπίπρασθον
Plural ἐμπιπράμεθα ἐμπίπρασθε ἐμπίπρανται
SubjunctiveSingular ἐμπίπρωμαι ἐμπίπρῃ ἐμπίπρηται
Dual ἐμπίπρησθον ἐμπίπρησθον
Plural ἐμπιπρώμεθα ἐμπίπρησθε ἐμπίπρωνται
OptativeSingular ἐμπιπραῖμην ἐμπίπραιο ἐμπίπραιτο
Dual ἐμπίπραισθον ἐμπιπραῖσθην
Plural ἐμπιπραῖμεθα ἐμπίπραισθε ἐμπίπραιντο
ImperativeSingular ἐμπίπρασο ἐμπιπράσθω
Dual ἐμπίπρασθον ἐμπιπράσθων
Plural ἐμπίπρασθε ἐμπιπράσθων
Infinitive ἐμπίπρασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιπραμενος ἐμπιπραμενου ἐμπιπραμενη ἐμπιπραμενης ἐμπιπραμενον ἐμπιπραμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

SEARCH

MENU NAVIGATION