Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑλκτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἑλκτικός ἑλκτική ἑλκτικόν

Structure: ἑλκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e(/lkw

Sense

  1. fit for drawing, attractive

Examples

  • τούτου γὰρ ὁμολογηθέντοσ, ὡσ ἔστιν ὅλωσ τισ ἐν τοῖσ ὑπὸ φύσεωσ διοικουμένοισ δύναμισ ἑλκτική, ληρώδησ νομίζοιτ’ ἂν ὁ περὶ ἀναδόσεωσ τροφῆσ ἄλλο τι λέγειν ἐπιχειρῶν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1530)
  • οὐδὲ γὰρ ζῆν οὐδὲ διαμένειν οὐδενὶ τῶν ζῳών οὐδ’ εἰσ ἐλάχιστον χρόνον ἔσται δυνατόν, εἰ τοσαῦτα κεκτημένον ἐν ἑαυτῷ μόρια καὶ οὕτω διαφέροντα μήθ’ ἑλκτικῇ τῶν οἰκείων χρήσεται δυνάμει μήτ’ ἀποκριτικῇ τῶν ἀλλοτρίων μήτ’ ἀλλοιωτικῇ τῶν θρεψόντων. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 34)
  • κἀκ τούτων πάλιν ἥ θ’ ἑλκτικὴ δύναμισ ἀποδείκνυται καθ’ ἅπαν ὑπάρχουσα καὶ ἡ προωστική. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 66)
  • ἀλλὰ κἀνταῦθα πάλιν ἡ μὲν ἐκκριτικὴ δύναμισ ἐναργήσ, οὐ μὴν ὁμοίωσ γ’ αὐτῇ σαφὴσ τοῖσ πολλοῖσ ἡ ἑλκτική· (Galen, On the Natural Faculties., G, section 132)
  • τὸ δ’ οἰέσθαι μίαν εἶναι ταῖσ ὕλαισ φορὰν τελέωσ ἀγνοοῦντόσ ἐστι τὰσ φυσικὰσ δυνάμεισ τάσ τ’ ἄλλασ καὶ τὴν ἐκκριτικὴν ἐναντίαν οὖσαν τῇ ἑλκτικῇ· (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1334)

Synonyms

  1. fit for drawing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION