ἐλευθερόω?
ο 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: eleutheroō
고전 발음: [엘레우테로오:]
신약 발음: [앨레우태로오]
기본형:
ἐλευθερόω
형태분석:
ἐλευθερό
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 지다, 심다, 맞추다, 분명하다, 넘어가다, 기울다, 자리잡다, 두다, 놓다, 깨끗이하다, 명백하다
- to free, set free, to set, free, clear, keeps, free, to free from blame, acquit, to be set free
- to set free, loose or release from
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- α χάρις καὶ φιλία ἐλευθεροῖ, ἃς τήρησον σεαυτῷ, ἵνα μὴ ἐπονείδιστος γένῃ, ἀλλὰ φύλαξον τὰς ὁδούς σου εὐσυναλλάκτως. (Septuagint, Liber Proverbiorum 25:11)
(70인역 성경, 잠언 25:11)
- καὶ ὅτε Φιλοποίμην ἀμηχανῶν τοῖς ἑαυτοῦ πολίταις ἀμύνειν πολεμουμένοις εἰς Κρήτην ἀπῆρε, τότε νικήσας Τίτος ἐν μέσῃ τῇ Ἑλλάδι Φίλιππον ἠλευθέρου καὶ τὰ ἔθνη καὶ πόλεις ἁπάσας, εἰ δέ τις ἐξετάζοι τὰς μάχας ἑκατέρου, πλείους Ἕλληνας Φιλοποίμην Ἀχαιῶν στρατηγῶν ἢ Μακεδόνας Τίτος Ἕλλησι βοηθῶν ἀνεῖλε. (Plutarch, Comparison of Philopoemen and Titus, chapter 1 1:3)
(플루타르코스, Comparison of Philopoemen and Titus, chapter 1 1:3)
- ἀλλ ἐν ᾧ Τιμόθεος Εὔβοιαν ἠλευθέρου καὶ Χαβρίας περὶ Νάξον ἐναυμάχει καὶ περὶ Λέχαιον Ἰφικράτης κατέκοπτε τὴν Λακεδαιμονίων μόραν, καὶ πᾶσαν ἐλευθερώσας πόλιν ὁ δῆμος ἰσόψηφον αὐτοῖς τὴν Ἑλλάδα κατέστησεν, οἴκοι καθῆστο βιβλίον ἀναπλάττων τοῖς ὀνόμασιν, ὅσῳ χρόνῳ τὰ προπύλαια Περικλῆς ἀνέστησε καὶ τοὺς ἑκατομπέδους. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 8 4:1)
(플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 8 4:1)
- ἡ δὲ Πυθία προέφερεν αἰεὶ τοῖς Λακεδαιμονίοις χρηστηριαζομένοις ἐλευθεροῦν τὰς Ἀθήνας, εἰς τοῦθ ἑώς προύτρεψε τοὺς Σπαρτιάτας, καίπερ ὄντων ξένων αὐτοῖς τῶν Πεισιστρατιδῶν: (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 19 4:2)
(아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 19 4:2)
- ἀλλὰ Ταρρίας μὲν ὅτε τῶν χρεῶν ἠλευθέρου Μακεδόνας Ἀλέξανδρος καὶ διελύετο τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ πάντων, ψευσάμενος ὀφείλειν καὶ δανειστήν τινα φάσκοντα εἶναι τῇ τραπέζῃ προσαγαγών, εἶτα φωραθείς, ὀλίγου διέφθειρεν αὐτὸς ἑαυτόν: (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 7 8:1)
(플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 7 8:1)
유의어
-
to set free
- ἐκλύω (얻다, 획득하다, 늘어뜨리다)
- λύω (구해내다, 풀어놓다, 방출하다)
- ἐπιλύω (열다, 벌리다, 펴다)
- ἀπαλλάσσω (구해내다, 풀어놓다, 늘어뜨리다)
- ἀπολύω (to set free from, release or relieve from)
- ἀναλύω (구해내다, 풀어놓다, 방출하다)
- ἀπαλλάσσω (제쳐놓다, 없애다, 제거하다)
- ἐξαφίημι (to set free from)
- μεθίστημι (늘어뜨리다)
- μεθίημι (출발하다, 떠나다, 허락하다)