Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐλαχύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐλαχύς ἐλάχεια ἐλαχύ

Structure: ἐλαχυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: fem. e)la/xeia not -ei=a

Sense

  1. small, short, mean, little

Examples

  • , Εὐρυπύλησ Ἀρχέδικοσ, Δυνάστησ Ἐρατοῦσ, ἈσωπίδοσΜέντωρ, Ηὤνησ Ἀμήστριοσ, Τιφύσησ Λυγκαῖοσ, Ἁλοκράτησ Ὀλυμπούσησ, Ἑλικωνίδοσ Φαλίασ, Ἡσυχείησ Οἰστρόβλησ, Τερψικράτησ Εὐρυόπησ, Ἐλαχείασ Βουλεύσ, Ἀντίμαχοσ Νικίππησ, Πάτροκλοσ Πυρίππησ, Νῆφοσ Πραξιθέασ, Λυσίππησ Ἐράσιπποσ, Λυκοῦργοσ Τοξικράτησ, Βουκόλοσ Μάρσησ, Λεύκιπποσ Εὐρυτέλησ, Ἱπποκράτησ Ἱππόζυγοσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 7 8:10)

Synonyms

  1. small

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION