헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκρήγνυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκρήγνυμι ἐκρήξω

형태분석: ἐκρήγνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 끊다
  2. 나다
  1. to break off, snap asunder, broke off, to break or snap asunder
  2. to let break forth, break out with, to break out, it broke out, to break out into passionate words

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρήγνυμι

(나는) 끊는다

έ̓κρηγνυς

(너는) 끊는다

ἐκρήγνυσιν*

(그는) 끊는다

쌍수 ἐκρήγνυτον

(너희 둘은) 끊는다

ἐκρήγνυτον

(그 둘은) 끊는다

복수 ἐκρήγνυμεν

(우리는) 끊는다

ἐκρήγνυτε

(너희는) 끊는다

ἐκρηγνύᾱσιν*

(그들은) 끊는다

접속법단수 ἐκρηγνύω

(나는) 끊자

ἐκρηγνύῃς

(너는) 끊자

ἐκρηγνύῃ

(그는) 끊자

쌍수 ἐκρηγνύητον

(너희 둘은) 끊자

ἐκρηγνύητον

(그 둘은) 끊자

복수 ἐκρηγνύωμεν

(우리는) 끊자

ἐκρηγνύητε

(너희는) 끊자

ἐκρηγνύωσιν*

(그들은) 끊자

기원법단수 ἐκρηγνύοιμι

(나는) 끊기를 (바라다)

ἐκρηγνύοις

(너는) 끊기를 (바라다)

ἐκρηγνύοι

(그는) 끊기를 (바라다)

쌍수 ἐκρηγνύοιτον

(너희 둘은) 끊기를 (바라다)

ἐκρηγνυοίτην

(그 둘은) 끊기를 (바라다)

복수 ἐκρηγνύοιμεν

(우리는) 끊기를 (바라다)

ἐκρηγνύοιτε

(너희는) 끊기를 (바라다)

ἐκρηγνύοιεν

(그들은) 끊기를 (바라다)

명령법단수 έ̓κρηγνυ

(너는) 끊어라

ἐκρηγνύτω

(그는) 끊어라

쌍수 ἐκρήγνυτον

(너희 둘은) 끊어라

ἐκρηγνύτων

(그 둘은) 끊어라

복수 ἐκρήγνυτε

(너희는) 끊어라

ἐκρηγνύντων

(그들은) 끊어라

부정사 ἐκρηγνύναι

끊는 것

분사 남성여성중성
ἐκρηγνῡς

ἐκρηγνυντος

ἐκρηγνῡσα

ἐκρηγνῡσης

ἐκρηγνυν

ἐκρηγνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρήγνυμαι

(나는) 끊긴다

ἐκρήγνυσαι

(너는) 끊긴다

ἐκρήγνυται

(그는) 끊긴다

쌍수 ἐκρήγνυσθον

(너희 둘은) 끊긴다

ἐκρήγνυσθον

(그 둘은) 끊긴다

복수 ἐκρηγνύμεθα

(우리는) 끊긴다

ἐκρήγνυσθε

(너희는) 끊긴다

ἐκρήγνυνται

(그들은) 끊긴다

접속법단수 ἐκρηγνύωμαι

(나는) 끊기자

ἐκρηγνύῃ

(너는) 끊기자

ἐκρηγνύηται

(그는) 끊기자

쌍수 ἐκρηγνύησθον

(너희 둘은) 끊기자

ἐκρηγνύησθον

(그 둘은) 끊기자

복수 ἐκρηγνυώμεθα

(우리는) 끊기자

ἐκρηγνύησθε

(너희는) 끊기자

ἐκρηγνύωνται

(그들은) 끊기자

기원법단수 ἐκρηγνυοίμην

(나는) 끊기기를 (바라다)

ἐκρηγνύοιο

(너는) 끊기기를 (바라다)

ἐκρηγνύοιτο

(그는) 끊기기를 (바라다)

쌍수 ἐκρηγνύοισθον

(너희 둘은) 끊기기를 (바라다)

ἐκρηγνυοίσθην

(그 둘은) 끊기기를 (바라다)

복수 ἐκρηγνυοίμεθα

(우리는) 끊기기를 (바라다)

ἐκρηγνύοισθε

(너희는) 끊기기를 (바라다)

ἐκρηγνύοιντο

(그들은) 끊기기를 (바라다)

명령법단수 ἐκρήγνυσο

(너는) 끊겨라

ἐκρηγνύσθω

(그는) 끊겨라

쌍수 ἐκρήγνυσθον

(너희 둘은) 끊겨라

ἐκρηγνύσθων

(그 둘은) 끊겨라

복수 ἐκρήγνυσθε

(너희는) 끊겨라

ἐκρηγνύσθων

(그들은) 끊겨라

부정사 ἐκρήγνυσθαι

끊기는 것

분사 남성여성중성
ἐκρηγνυμενος

ἐκρηγνυμενου

ἐκρηγνυμενη

ἐκρηγνυμενης

ἐκρηγνυμενον

ἐκρηγνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρήξω

(나는) 끊겠다

ἐκρήξεις

(너는) 끊겠다

ἐκρήξει

(그는) 끊겠다

쌍수 ἐκρήξετον

(너희 둘은) 끊겠다

ἐκρήξετον

(그 둘은) 끊겠다

복수 ἐκρήξομεν

(우리는) 끊겠다

ἐκρήξετε

(너희는) 끊겠다

ἐκρήξουσιν*

(그들은) 끊겠다

기원법단수 ἐκρήξοιμι

(나는) 끊겠기를 (바라다)

ἐκρήξοις

(너는) 끊겠기를 (바라다)

ἐκρήξοι

(그는) 끊겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκρήξοιτον

(너희 둘은) 끊겠기를 (바라다)

ἐκρηξοίτην

(그 둘은) 끊겠기를 (바라다)

복수 ἐκρήξοιμεν

(우리는) 끊겠기를 (바라다)

ἐκρήξοιτε

(너희는) 끊겠기를 (바라다)

ἐκρήξοιεν

(그들은) 끊겠기를 (바라다)

부정사 ἐκρήξειν

끊을 것

분사 남성여성중성
ἐκρηξων

ἐκρηξοντος

ἐκρηξουσα

ἐκρηξουσης

ἐκρηξον

ἐκρηξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρήξομαι

(나는) 끊기겠다

ἐκρήξει, ἐκρήξῃ

(너는) 끊기겠다

ἐκρήξεται

(그는) 끊기겠다

쌍수 ἐκρήξεσθον

(너희 둘은) 끊기겠다

ἐκρήξεσθον

(그 둘은) 끊기겠다

복수 ἐκρηξόμεθα

(우리는) 끊기겠다

ἐκρήξεσθε

(너희는) 끊기겠다

ἐκρήξονται

(그들은) 끊기겠다

기원법단수 ἐκρηξοίμην

(나는) 끊기겠기를 (바라다)

ἐκρήξοιο

(너는) 끊기겠기를 (바라다)

ἐκρήξοιτο

(그는) 끊기겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκρήξοισθον

(너희 둘은) 끊기겠기를 (바라다)

ἐκρηξοίσθην

(그 둘은) 끊기겠기를 (바라다)

복수 ἐκρηξοίμεθα

(우리는) 끊기겠기를 (바라다)

ἐκρήξοισθε

(너희는) 끊기겠기를 (바라다)

ἐκρήξοιντο

(그들은) 끊기겠기를 (바라다)

부정사 ἐκρήξεσθαι

끊길 것

분사 남성여성중성
ἐκρηξομενος

ἐκρηξομενου

ἐκρηξομενη

ἐκρηξομενης

ἐκρηξομενον

ἐκρηξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓κρηγνυν

(나는) 끊고 있었다

ή̓κρηγνυς

(너는) 끊고 있었다

ή̓κρηγνυν*

(그는) 끊고 있었다

쌍수 ἠκρήγνυτον

(너희 둘은) 끊고 있었다

ἠκρηγνύτην

(그 둘은) 끊고 있었다

복수 ἠκρήγνυμεν

(우리는) 끊고 있었다

ἠκρήγνυτε

(너희는) 끊고 있었다

ἠκρήγνυσαν

(그들은) 끊고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠκρηγνύμην

(나는) 끊기고 있었다

ἠκρηγνύου, ἠκρήγνυσο

(너는) 끊기고 있었다

ἠκρήγνυτο

(그는) 끊기고 있었다

쌍수 ἠκρήγνυσθον

(너희 둘은) 끊기고 있었다

ἠκρηγνύσθην

(그 둘은) 끊기고 있었다

복수 ἠκρηγνύμεθα

(우리는) 끊기고 있었다

ἠκρήγνυσθε

(너희는) 끊기고 있었다

ἠκρήγνυντο

(그들은) 끊기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ τούτου Λούκουλλοσ μὲν ἐπηρμένοσ καὶ τεθαρρηκὼσ ἄνω προάγειν διενοεῖτο καὶ καταστρέφεσθαι τὴν βάρβαρον ὡρ́ᾳ δ’ ἰσημερίασ φθινοπωρινῆσ οὐκ ἂν ἐλπίσαντι χειμῶνεσ ἐπέπεσον βαρεῖσ, τὰ μὲν πλεῖστα κατανίφοντεσ, ἐν δὲ ταῖσ αἰθρίαισ πάχνην ἐπιφέροντεσ καὶ πάγον, ὑφ’ οὗ χαλεποὶ μὲν ἦσαν οἱ ποταμοὶ τοῖσ ἵπποισ πίνεσθαι διὰ ψυχρότητοσ ὑπερβολήν, χαλεπαὶ δ’ αὐτῶν αἱ διαβάσεισ ἐκρηγνυμένου τοῦ κρυστάλλου καὶ διακόπτοντοσ τὰ νεῦρα τῶν ἵππων τῇ τραχύτητι. (Plutarch, Lucullus, chapter 32 1:1)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 32 1:1)

유의어

  1. 끊다

  2. 나다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION