헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπολιορκέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπολιορκέω ἐκπολιορκήσω

형태분석: ἐκ (접두사) + πολιορκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to force a besieged town to surrender, to be forced to surrender

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπολιόρκω

ἐκπολιόρκεις

ἐκπολιόρκει

쌍수 ἐκπολιόρκειτον

ἐκπολιόρκειτον

복수 ἐκπολιόρκουμεν

ἐκπολιόρκειτε

ἐκπολιόρκουσιν*

접속법단수 ἐκπολιόρκω

ἐκπολιόρκῃς

ἐκπολιόρκῃ

쌍수 ἐκπολιόρκητον

ἐκπολιόρκητον

복수 ἐκπολιόρκωμεν

ἐκπολιόρκητε

ἐκπολιόρκωσιν*

기원법단수 ἐκπολιόρκοιμι

ἐκπολιόρκοις

ἐκπολιόρκοι

쌍수 ἐκπολιόρκοιτον

ἐκπολιορκοίτην

복수 ἐκπολιόρκοιμεν

ἐκπολιόρκοιτε

ἐκπολιόρκοιεν

명령법단수 ἐκπολιο͂ρκει

ἐκπολιορκεῖτω

쌍수 ἐκπολιόρκειτον

ἐκπολιορκεῖτων

복수 ἐκπολιόρκειτε

ἐκπολιορκοῦντων, ἐκπολιορκεῖτωσαν

부정사 ἐκπολιόρκειν

분사 남성여성중성
ἐκπολιορκων

ἐκπολιορκουντος

ἐκπολιορκουσα

ἐκπολιορκουσης

ἐκπολιορκουν

ἐκπολιορκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπολιόρκουμαι

ἐκπολιόρκει, ἐκπολιόρκῃ

ἐκπολιόρκειται

쌍수 ἐκπολιόρκεισθον

ἐκπολιόρκεισθον

복수 ἐκπολιορκοῦμεθα

ἐκπολιόρκεισθε

ἐκπολιόρκουνται

접속법단수 ἐκπολιόρκωμαι

ἐκπολιόρκῃ

ἐκπολιόρκηται

쌍수 ἐκπολιόρκησθον

ἐκπολιόρκησθον

복수 ἐκπολιορκώμεθα

ἐκπολιόρκησθε

ἐκπολιόρκωνται

기원법단수 ἐκπολιορκοίμην

ἐκπολιόρκοιο

ἐκπολιόρκοιτο

쌍수 ἐκπολιόρκοισθον

ἐκπολιορκοίσθην

복수 ἐκπολιορκοίμεθα

ἐκπολιόρκοισθε

ἐκπολιόρκοιντο

명령법단수 ἐκπολιόρκου

ἐκπολιορκεῖσθω

쌍수 ἐκπολιόρκεισθον

ἐκπολιορκεῖσθων

복수 ἐκπολιόρκεισθε

ἐκπολιορκεῖσθων, ἐκπολιορκεῖσθωσαν

부정사 ἐκπολιόρκεισθαι

분사 남성여성중성
ἐκπολιορκουμενος

ἐκπολιορκουμενου

ἐκπολιορκουμενη

ἐκπολιορκουμενης

ἐκπολιορκουμενον

ἐκπολιορκουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION