헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκμαραίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκμαραίνω ἐκμαρανῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + μαραίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to wither away, to wither away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκμαραίνω

ἐκμαραίνεις

ἐκμαραίνει

쌍수 ἐκμαραίνετον

ἐκμαραίνετον

복수 ἐκμαραίνομεν

ἐκμαραίνετε

ἐκμαραίνουσιν*

접속법단수 ἐκμαραίνω

ἐκμαραίνῃς

ἐκμαραίνῃ

쌍수 ἐκμαραίνητον

ἐκμαραίνητον

복수 ἐκμαραίνωμεν

ἐκμαραίνητε

ἐκμαραίνωσιν*

기원법단수 ἐκμαραίνοιμι

ἐκμαραίνοις

ἐκμαραίνοι

쌍수 ἐκμαραίνοιτον

ἐκμαραινοίτην

복수 ἐκμαραίνοιμεν

ἐκμαραίνοιτε

ἐκμαραίνοιεν

명령법단수 ἐκμάραινε

ἐκμαραινέτω

쌍수 ἐκμαραίνετον

ἐκμαραινέτων

복수 ἐκμαραίνετε

ἐκμαραινόντων, ἐκμαραινέτωσαν

부정사 ἐκμαραίνειν

분사 남성여성중성
ἐκμαραινων

ἐκμαραινοντος

ἐκμαραινουσα

ἐκμαραινουσης

ἐκμαραινον

ἐκμαραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκμαραίνομαι

ἐκμαραίνει, ἐκμαραίνῃ

ἐκμαραίνεται

쌍수 ἐκμαραίνεσθον

ἐκμαραίνεσθον

복수 ἐκμαραινόμεθα

ἐκμαραίνεσθε

ἐκμαραίνονται

접속법단수 ἐκμαραίνωμαι

ἐκμαραίνῃ

ἐκμαραίνηται

쌍수 ἐκμαραίνησθον

ἐκμαραίνησθον

복수 ἐκμαραινώμεθα

ἐκμαραίνησθε

ἐκμαραίνωνται

기원법단수 ἐκμαραινοίμην

ἐκμαραίνοιο

ἐκμαραίνοιτο

쌍수 ἐκμαραίνοισθον

ἐκμαραινοίσθην

복수 ἐκμαραινοίμεθα

ἐκμαραίνοισθε

ἐκμαραίνοιντο

명령법단수 ἐκμαραίνου

ἐκμαραινέσθω

쌍수 ἐκμαραίνεσθον

ἐκμαραινέσθων

복수 ἐκμαραίνεσθε

ἐκμαραινέσθων, ἐκμαραινέσθωσαν

부정사 ἐκμαραίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκμαραινομενος

ἐκμαραινομενου

ἐκμαραινομενη

ἐκμαραινομενης

ἐκμαραινομενον

ἐκμαραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make to wither away

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION