헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκομπάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκκομπάζω ἐκκομπάσω

형태분석: ἐκ (접두사) + κομπάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to boast loudly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομπάζω

ἐκκομπάζεις

ἐκκομπάζει

쌍수 ἐκκομπάζετον

ἐκκομπάζετον

복수 ἐκκομπάζομεν

ἐκκομπάζετε

ἐκκομπάζουσιν*

접속법단수 ἐκκομπάζω

ἐκκομπάζῃς

ἐκκομπάζῃ

쌍수 ἐκκομπάζητον

ἐκκομπάζητον

복수 ἐκκομπάζωμεν

ἐκκομπάζητε

ἐκκομπάζωσιν*

기원법단수 ἐκκομπάζοιμι

ἐκκομπάζοις

ἐκκομπάζοι

쌍수 ἐκκομπάζοιτον

ἐκκομπαζοίτην

복수 ἐκκομπάζοιμεν

ἐκκομπάζοιτε

ἐκκομπάζοιεν

명령법단수 ἐκκόμπαζε

ἐκκομπαζέτω

쌍수 ἐκκομπάζετον

ἐκκομπαζέτων

복수 ἐκκομπάζετε

ἐκκομπαζόντων, ἐκκομπαζέτωσαν

부정사 ἐκκομπάζειν

분사 남성여성중성
ἐκκομπαζων

ἐκκομπαζοντος

ἐκκομπαζουσα

ἐκκομπαζουσης

ἐκκομπαζον

ἐκκομπαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομπάζομαι

ἐκκομπάζει, ἐκκομπάζῃ

ἐκκομπάζεται

쌍수 ἐκκομπάζεσθον

ἐκκομπάζεσθον

복수 ἐκκομπαζόμεθα

ἐκκομπάζεσθε

ἐκκομπάζονται

접속법단수 ἐκκομπάζωμαι

ἐκκομπάζῃ

ἐκκομπάζηται

쌍수 ἐκκομπάζησθον

ἐκκομπάζησθον

복수 ἐκκομπαζώμεθα

ἐκκομπάζησθε

ἐκκομπάζωνται

기원법단수 ἐκκομπαζοίμην

ἐκκομπάζοιο

ἐκκομπάζοιτο

쌍수 ἐκκομπάζοισθον

ἐκκομπαζοίσθην

복수 ἐκκομπαζοίμεθα

ἐκκομπάζοισθε

ἐκκομπάζοιντο

명령법단수 ἐκκομπάζου

ἐκκομπαζέσθω

쌍수 ἐκκομπάζεσθον

ἐκκομπαζέσθων

복수 ἐκκομπάζεσθε

ἐκκομπαζέσθων, ἐκκομπαζέσθωσαν

부정사 ἐκκομπάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκκομπαζομενος

ἐκκομπαζομενου

ἐκκομπαζομενη

ἐκκομπαζομενης

ἐκκομπαζομενον

ἐκκομπαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομπάσω

ἐκκομπάσεις

ἐκκομπάσει

쌍수 ἐκκομπάσετον

ἐκκομπάσετον

복수 ἐκκομπάσομεν

ἐκκομπάσετε

ἐκκομπάσουσιν*

기원법단수 ἐκκομπάσοιμι

ἐκκομπάσοις

ἐκκομπάσοι

쌍수 ἐκκομπάσοιτον

ἐκκομπασοίτην

복수 ἐκκομπάσοιμεν

ἐκκομπάσοιτε

ἐκκομπάσοιεν

부정사 ἐκκομπάσειν

분사 남성여성중성
ἐκκομπασων

ἐκκομπασοντος

ἐκκομπασουσα

ἐκκομπασουσης

ἐκκομπασον

ἐκκομπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομπάσομαι

ἐκκομπάσει, ἐκκομπάσῃ

ἐκκομπάσεται

쌍수 ἐκκομπάσεσθον

ἐκκομπάσεσθον

복수 ἐκκομπασόμεθα

ἐκκομπάσεσθε

ἐκκομπάσονται

기원법단수 ἐκκομπασοίμην

ἐκκομπάσοιο

ἐκκομπάσοιτο

쌍수 ἐκκομπάσοισθον

ἐκκομπασοίσθην

복수 ἐκκομπασοίμεθα

ἐκκομπάσοισθε

ἐκκομπάσοιντο

부정사 ἐκκομπάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκκομπασομενος

ἐκκομπασομενου

ἐκκομπασομενη

ἐκκομπασομενης

ἐκκομπασομενον

ἐκκομπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to boast loudly

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION