ἐκκλύζω?
Non-contract Verb;
Transliteration: ekklyzō
Principal Part:
ἐκκλύζω
ἐκκλύσω
Structure:
ἐκ
(Prefix)
+
κλύζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- μηδὲν οἰού ἄλλο μηχανᾶσθαι ἢ ὅπως ἡμῖν ὅτι κάλλιστα τοὺς νόμους πεισθέντες δέξοιντο ὥσπερ βαφήν, ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο καὶ περὶ δεινῶν καὶ περὶ τῶν ἄλλων διὰ τὸ τήν τε φύσιν καὶ τὴν τροφὴν ἐπιτηδείαν ἐσχηκέναι, καὶ μὴ αὐτῶν ἐκπλύναι τὴν βαφὴν τὰ ῥύμματα ταῦτα, δεινὰ ὄντα ἐκκλύζειν, ἥ τε ἡδονή, παντὸς χαλεστραίου δεινοτέρα οὖσα τοῦτο δρᾶν καὶ κονίας, λύπη τε καὶ φόβος καὶ ἐπιθυμία, παντὸς ἄλλου ῥύμματος. (Plato, Republic, book 4 232:1)
- τῶν γὰρ Ἑλλήνων περὶ τὰς κτίσεις εὐστοχῆσαι μάλιστα δοξάντων, ὅτι κάλλους ἐστοχάζοντο καὶ ἐρυμνότητος καὶ λιμένων καὶ χώρας εὐφυοῦς, οὗτοι προὐνόησαν μάλιστα ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι, στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν. (Strabo, Geography, book 5, chapter 3 16:2)
Synonyms
-
to wash out
- ἀπολούω (to wash off, to wash, from off my)
- ἀπολούω (to wash, off)
- πλύνω (to wash off)
- διακλύζω (to wash, wash out)
- νίζω (to wash off)
- κλύζω (to wash off or away)
- κατακλύζω (to wash out, wash away)
- ἀποπλύνω (to wash away)
- ἐκπλύνω (to wash out, to wash out colours from, to be washed out)
- ἐκπλύνω (to wash clean)
- λούω (I wash, bathe )
- ὑποκλύζω (to wash from below)
- σμήχω (to wipe off, to wash off)
- ἐξαπονίζω (to wash thoroughly)
- χερνίπτομαι (to wash one's hands)
- καταπλύνω (to wash out, washed out, forgotten)
- περιλούω (to wash all over)
- κατακλύζω (to wash down or away)
- περινίζω (to wash off all round)
- περικλύζομαι (to be washed all round)
Derived
- ἀποκλύζω (to wash away, to purge, to avert by purifications)
- διακλύζω (to wash, wash out)
- ἐπικλύζω (to overflow, to deluge, swamp)
- κατακλύζω (to dash over, flood, deluge)
- κλύζω (to dash over, to dash like a wave, to be dashed up)
- περικλύζομαι (to be washed all round)
- προσκλύζω (to wash with waves, to dash against)
- ὑπερκλύζω (to overflow)
- ὑποκλύζω (to wash from below)