헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσχειρίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσχειρίζω εἰσχειριῶ

형태분석: εἰσχειρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = e)gxeiri/zw

  1. 포기하다, 항복하다, 맡기다
  1. to put into one's hands, entrust

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσχειρίζω

(나는) 포기한다

εἰσχειρίζεις

(너는) 포기한다

εἰσχειρίζει

(그는) 포기한다

쌍수 εἰσχειρίζετον

(너희 둘은) 포기한다

εἰσχειρίζετον

(그 둘은) 포기한다

복수 εἰσχειρίζομεν

(우리는) 포기한다

εἰσχειρίζετε

(너희는) 포기한다

εἰσχειρίζουσιν*

(그들은) 포기한다

접속법단수 εἰσχειρίζω

(나는) 포기하자

εἰσχειρίζῃς

(너는) 포기하자

εἰσχειρίζῃ

(그는) 포기하자

쌍수 εἰσχειρίζητον

(너희 둘은) 포기하자

εἰσχειρίζητον

(그 둘은) 포기하자

복수 εἰσχειρίζωμεν

(우리는) 포기하자

εἰσχειρίζητε

(너희는) 포기하자

εἰσχειρίζωσιν*

(그들은) 포기하자

기원법단수 εἰσχειρίζοιμι

(나는) 포기하기를 (바라다)

εἰσχειρίζοις

(너는) 포기하기를 (바라다)

εἰσχειρίζοι

(그는) 포기하기를 (바라다)

쌍수 εἰσχειρίζοιτον

(너희 둘은) 포기하기를 (바라다)

εἰσχειριζοίτην

(그 둘은) 포기하기를 (바라다)

복수 εἰσχειρίζοιμεν

(우리는) 포기하기를 (바라다)

εἰσχειρίζοιτε

(너희는) 포기하기를 (바라다)

εἰσχειρίζοιεν

(그들은) 포기하기를 (바라다)

명령법단수 εἰσχείριζε

(너는) 포기해라

εἰσχειριζέτω

(그는) 포기해라

쌍수 εἰσχειρίζετον

(너희 둘은) 포기해라

εἰσχειριζέτων

(그 둘은) 포기해라

복수 εἰσχειρίζετε

(너희는) 포기해라

εἰσχειριζόντων, εἰσχειριζέτωσαν

(그들은) 포기해라

부정사 εἰσχειρίζειν

포기하는 것

분사 남성여성중성
εἰσχειριζων

εἰσχειριζοντος

εἰσχειριζουσα

εἰσχειριζουσης

εἰσχειριζον

εἰσχειριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσχειρίζομαι

(나는) 포기된다

εἰσχειρίζει, εἰσχειρίζῃ

(너는) 포기된다

εἰσχειρίζεται

(그는) 포기된다

쌍수 εἰσχειρίζεσθον

(너희 둘은) 포기된다

εἰσχειρίζεσθον

(그 둘은) 포기된다

복수 εἰσχειριζόμεθα

(우리는) 포기된다

εἰσχειρίζεσθε

(너희는) 포기된다

εἰσχειρίζονται

(그들은) 포기된다

접속법단수 εἰσχειρίζωμαι

(나는) 포기되자

εἰσχειρίζῃ

(너는) 포기되자

εἰσχειρίζηται

(그는) 포기되자

쌍수 εἰσχειρίζησθον

(너희 둘은) 포기되자

εἰσχειρίζησθον

(그 둘은) 포기되자

복수 εἰσχειριζώμεθα

(우리는) 포기되자

εἰσχειρίζησθε

(너희는) 포기되자

εἰσχειρίζωνται

(그들은) 포기되자

기원법단수 εἰσχειριζοίμην

(나는) 포기되기를 (바라다)

εἰσχειρίζοιο

(너는) 포기되기를 (바라다)

εἰσχειρίζοιτο

(그는) 포기되기를 (바라다)

쌍수 εἰσχειρίζοισθον

(너희 둘은) 포기되기를 (바라다)

εἰσχειριζοίσθην

(그 둘은) 포기되기를 (바라다)

복수 εἰσχειριζοίμεθα

(우리는) 포기되기를 (바라다)

εἰσχειρίζοισθε

(너희는) 포기되기를 (바라다)

εἰσχειρίζοιντο

(그들은) 포기되기를 (바라다)

명령법단수 εἰσχειρίζου

(너는) 포기되어라

εἰσχειριζέσθω

(그는) 포기되어라

쌍수 εἰσχειρίζεσθον

(너희 둘은) 포기되어라

εἰσχειριζέσθων

(그 둘은) 포기되어라

복수 εἰσχειρίζεσθε

(너희는) 포기되어라

εἰσχειριζέσθων, εἰσχειριζέσθωσαν

(그들은) 포기되어라

부정사 εἰσχειρίζεσθαι

포기되는 것

분사 남성여성중성
εἰσχειριζομενος

εἰσχειριζομενου

εἰσχειριζομενη

εἰσχειριζομενης

εἰσχειριζομενον

εἰσχειριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσχειρίω

(나는) 포기하겠다

εἰσχειρίεις

(너는) 포기하겠다

εἰσχειρίει

(그는) 포기하겠다

쌍수 εἰσχειρίειτον

(너희 둘은) 포기하겠다

εἰσχειρίειτον

(그 둘은) 포기하겠다

복수 εἰσχειρίουμεν

(우리는) 포기하겠다

εἰσχειρίειτε

(너희는) 포기하겠다

εἰσχειρίουσιν*

(그들은) 포기하겠다

기원법단수 εἰσχειρίοιμι

(나는) 포기하겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοις

(너는) 포기하겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοι

(그는) 포기하겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσχειρίοιτον

(너희 둘은) 포기하겠기를 (바라다)

εἰσχειριοίτην

(그 둘은) 포기하겠기를 (바라다)

복수 εἰσχειρίοιμεν

(우리는) 포기하겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοιτε

(너희는) 포기하겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοιεν

(그들은) 포기하겠기를 (바라다)

부정사 εἰσχειρίειν

포기할 것

분사 남성여성중성
εἰσχειριων

εἰσχειριουντος

εἰσχειριουσα

εἰσχειριουσης

εἰσχειριουν

εἰσχειριουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσχειρίουμαι

(나는) 포기되겠다

εἰσχειρίει, εἰσχειρίῃ

(너는) 포기되겠다

εἰσχειρίειται

(그는) 포기되겠다

쌍수 εἰσχειρίεισθον

(너희 둘은) 포기되겠다

εἰσχειρίεισθον

(그 둘은) 포기되겠다

복수 εἰσχειριοῦμεθα

(우리는) 포기되겠다

εἰσχειρίεισθε

(너희는) 포기되겠다

εἰσχειρίουνται

(그들은) 포기되겠다

기원법단수 εἰσχειριοίμην

(나는) 포기되겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοιο

(너는) 포기되겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοιτο

(그는) 포기되겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσχειρίοισθον

(너희 둘은) 포기되겠기를 (바라다)

εἰσχειριοίσθην

(그 둘은) 포기되겠기를 (바라다)

복수 εἰσχειριοίμεθα

(우리는) 포기되겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοισθε

(너희는) 포기되겠기를 (바라다)

εἰσχειρίοιντο

(그들은) 포기되겠기를 (바라다)

부정사 εἰσχειρίεισθαι

포기될 것

분사 남성여성중성
εἰσχειριουμενος

εἰσχειριουμενου

εἰσχειριουμενη

εἰσχειριουμενης

εἰσχειριουμενον

εἰσχειριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ήἰσχειριζον

(나는) 포기하고 있었다

ήἰσχειριζες

(너는) 포기하고 있었다

ήἰσχειριζεν*

(그는) 포기하고 있었다

쌍수 ηῖ̓σχειριζετον

(너희 둘은) 포기하고 있었다

ηί̓σχειριζετην

(그 둘은) 포기하고 있었다

복수 ηῖ̓σχειριζομεν

(우리는) 포기하고 있었다

ηῖ̓σχειριζετε

(너희는) 포기하고 있었다

ήἰσχειριζον

(그들은) 포기하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηί̓σχειριζομην

(나는) 포기되고 있었다

ηῖ̓σχειριζου

(너는) 포기되고 있었다

ηῖ̓σχειριζετο

(그는) 포기되고 있었다

쌍수 ηῖ̓σχειριζεσθον

(너희 둘은) 포기되고 있었다

ηί̓σχειριζεσθην

(그 둘은) 포기되고 있었다

복수 ηί̓σχειριζομεθα

(우리는) 포기되고 있었다

ηῖ̓σχειριζεσθε

(너희는) 포기되고 있었다

ηῖ̓σχειριζοντο

(그들은) 포기되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 포기하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION