헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσήγησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσήγησις εἰσήγησεως

형태분석: εἰσηγησι (어간) + ς (어미)

어원: from ei)shge/omai

  1. 이사
  1. a proposing, moving

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 εἰσήγησις

이사가

εἰσηγήσει

이사들이

εἰσηγήσεις

이사들이

속격 εἰσηγήσεως

이사의

εἰσηγήσοιν

이사들의

εἰσηγήσεων

이사들의

여격 εἰσηγήσει

이사에게

εἰσηγήσοιν

이사들에게

εἰσηγήσεσιν*

이사들에게

대격 εἰσήγησιν

이사를

εἰσηγήσει

이사들을

εἰσηγήσεις

이사들을

호격 εἰσήγησι

이사야

εἰσηγήσει

이사들아

εἰσηγήσεις

이사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ δὲ τοῦ ῥηθήσεσθαι μέλλοντοσ ἀμφίδοξόσ εἰμι καὶ διχογνώμων, καὶ τῇδε κἀκεῖσε μετακλίνων ὡσ ἐπὶ πλάστιγγοσ πρὸσ οὐδέτερον ῥέψαι δύναμαι, πολὺσ δ’ ὄκνοσ ἔχει με καὶ τῆσ εἰσηγήσεωσ καὶ τῆσ ἀποτροπῆσ τοῦ πράγματοσ. (Plutarch, De liberis educandis, section 15 1:2)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 15 1:2)

  • ἀνθ’ ὧν, ὦ Φερώρα, καλῶσ εἶχεν οὐ δεήσει οὐδὲ γνωμῶν εἰσηγήσεωσ τῶν ἐμῶν αὐτοκέλευστον ἀποπέμπεσθαι γυναῖκα ταύτην ὡσ πολέμου τοῦ πρόσ μέ σοι αἰτίαν ἐσομένην· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 59:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 59:1)

유의어

  1. 이사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION