헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔγκλισις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔγκλισις ἐγκλίσεως

형태분석: ἐγκλισι (어간) + ς (어미)

  1. 경사, 경향, 편
  2. 실패, 패배, 패전
  1. inclination; slope
  2. defeat, failure
  3. (medicine) displacement
  4. (grammar) mood of a verb
  5. (grammar) change of acute accent to grave accent
  6. (grammar, generally) inflection of derivative forms

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔγκλισις

경사가

ἐγκλίσει

경사들이

ἐγκλίσεις

경사들이

속격 ἐγκλίσεως

경사의

ἐγκλίσοιν

경사들의

ἐγκλίσεων

경사들의

여격 ἐγκλίσει

경사에게

ἐγκλίσοιν

경사들에게

ἐγκλίσεσιν*

경사들에게

대격 έ̓γκλισιν

경사를

ἐγκλίσει

경사들을

ἐγκλίσεις

경사들을

호격 έ̓γκλισι

경사야

ἐγκλίσει

경사들아

ἐγκλίσεις

경사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄλλοι δέ φασι Κιμμερίων τὸ μὲν πρῶτον ὑφ’ Ἑλλήνων τῶν πάλαι γνωσθὲν οὐ μέγα γενέσθαι τοῦ παντὸσ μόριον, ἀλλὰ φυγὴν ἢ στάσιν τινὰ βιασθεῖσαν ὑπὸ Σκυθῶν εἰσ Ἀσίαν ἀπὸ τῆσ Μαιώτιδοσ διαπερᾶσαι Λυγδάμιοσ ἡγουμένου, τὸ δὲ πλεῖστον αὐτῶν καὶ μαχιμώτατον ἐπ’ ἐσχάτοισ οἰκοῦν παρὰ τὴν ἔξω θάλασσαν γῆν μὲν νέμεσθαι σύσκιον καὶ ὑλώδη καὶ δυσήλιον πάντῃ διὰ βάθοσ καὶ πυκνότητα δρυμῶν, οὓσ μέχρι τῶν Ἑρκυνίων εἴσω διήκειν, οὐρανοῦ δὲ εἰληχέναι καθ’ ὃ δοκεῖ μέγα λαμβάνων ὁ πόλοσ ἔξαρμα διὰ τὴν ἔγκλισιν τῶν παραλλήλων ὀλίγον ἀπολείπειν τοῦ κατὰ κορυφὴν ἱσταμένου σημείου πρὸσ τὴν οἴκησιν, αἵ τε ἡμέραι βραχύτητι καὶ μήκει πρὸσ τὰσ νύκτασ ἴσαι κατανέμεσθαι τὸν χρόνον· (Plutarch, Caius Marius, chapter 11 5:2)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 11 5:2)

  • τὴν ἔγκλισιν τοῦ τραχήλου καὶ τὴν ἐν τῷ διαλέγεσθαι τραχύτητα τῆσ φωνῆσ· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 9 3:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 9 3:1)

  • αὐτῆσ δὲ προσάντη τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν πρὸσ τέτταρα βλέποντασ, πρῶτον μὲν ὡσ ἀναγκαῖον πρὸσ ὑγίειαν αἵ τε γὰρ πρὸσ ἑώ τὴν ἔγκλισιν ἔχουσαι καὶ πρὸσ τὰ πνεύματα τὰ πνέοντα ἀπὸ τῆσ ἀνατολῆσ ὑγιεινότεραι, δεύτερον δ’ <αἱ> κατὰ βορέαν· (Aristotle, Politics, Book 7 167:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 7 167:1)

  • ὁδὶ δὲ κραυγῇ μόνον καὶ ἀνοίᾳ διὰ δυστυχῆ φθόγγον καὶ κακὴν ἔγκλισιν καὶ τὰσ ἐκμελεῖσ καμπὰσ καὶ λήρουσ καὶ κυνισμοὺσ καὶ ὀλέθρουσ ἀκλεῶσ ἀπολλύμενοσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 65:4)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 65:4)

  • τὰ δ’ ἄστρα κατ’ ἀρχὰσ μὲν θολοειδῶσ ἐνεχθῆναι, ὥστε κατὰ κορυφὴν τῆσ γῆσ τὸν ἀεὶ φαινόμενον εἶναι πόλον, ὕστερον δὲ τὴν ἔγκλισιν λαβεῖν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. g'. ANACAGORAS 4:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. g'. ANACAGORAS 4:1)

유의어

  1. 경사

  2. 실패

  3. displacement

  4. mood of a verb

  5. change of acute accent to grave accent

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION