Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγγυητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐγγυητός ἐγγυητή ἐγγυητόν

Structure: ἐγγυητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)ggua/w

Sense

  1. wedded

Examples

  • καὶ μὴν ἐγγυητὰσ ὑμῖν ἕτοιμοσ παρασχέσθαι τοῦ τάχουσ καὶ τῆσ ἐπανόδου. (Lucian, Cataplus, (no name) 10:1)
  • καὶ ταῦτα λέγων καὶ ἀγανακτῶν καὶ δακρύων εἷλκέ με πρὸσ τὸν πολέμαρχον, ἐγγυητὰσ αἰτῶν, καὶ οὐ πρότερον ἀφῆκεν, ἑώσ αὐτῷ κατέστησα ἓξ ταλάντων ἐγγυητάσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 6:3)
  • ἀλλ’ ἐγγυητάσ σοι καταστήσω δύο ἀξιόχρεωσ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 3:15)
  • τούτουσ δ’ ἔδει διεγγυᾶν τοὺσ πρυτάνεισ καὶ τοὺσ στρατηγοὺσ καὶ τοὺσ ἱππάρχουσ τοὺσ ἕνουσ μέχρι εὐθυνῶν, ἐγγυητὰσ δ ἐκ τοῦ αὐτοῦ τέλουσ δεχομένουσ, οὗπερ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ ἵππαρχοι. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 4 2:3)

Synonyms

  1. wedded

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION