ἐξόμνυμι
-νυμι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐξόμνυμι
ἐξομοῦμαι
ἐξώμοσα
Structure:
ἐξ
(Prefix)
+
ό̓μνυ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to swear in excuse, to swear in the negative, to deny or disown upon oath, swear formally that one does not know
- to decline, by oath
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- αὐτὸσ γὰρ περὶ αὐτοῦ τοὐναντίον ἐψεύδετο καὶ γεγενημένοσ ἐν Οἄσει τῆσ Αἰγύπτου πάντων Αἰγυπτίων πρῶτοσ ὤν, ὡσ ἂν εἴποι τισ, τὴν μὲν ἀληθῆ πατρίδα καὶ τὸ γένοσ ἐξωμόσατο, Ἀλεξανδρεὺσ δὲ εἶναι καταψευδόμενοσ ὁμολογεῖ τὴν μοχθηρίαν τοῦ γένουσ. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 32:1)
- ταῖσ δ’ ἑξῆσ ἡμέραισ σκηψάμενοσ ἀρρωστεῖν ἐξωμόσατο τὴν ἀρχήν. (Plutarch, Camillus, chapter 39 4:2)
- εἰωθὼσ δὲ στρατηγεῖν παρ’ ἐνιαυτόν, ὡσ ἡ τάξισ αὐτῷ περιῆλθε, καλούμενοσ ἐξωμόσατο, καὶ Τιμόξενοσ ᾑρέθη στρατηγόσ, ἐδόκει δὲ ἡ μὲν πρὸσ τοὺσ ὄχλουσ ὀργὴ πρόφασισ εἶναι λεγομένη τῆσ ἐξωμοσίασ ἀπίθανοσ, αἰτία δ’ ἀληθὴσ τὰ περιεστῶτα τοὺσ Ἀχαιούσ, οὐκέθ’ ὡσ πρότερον ἀτρέμα καὶ σχέδην τοῦ Κλεομένουσ ἐπιβαίνοντοσ οὐδ’ ἐμπλεκομένου ταῖσ πολιτικαῖσ ἀρχαῖσ, ἀλλ’ ἐπεὶ τοὺσ ἐφόρουσ ἀποκτείνασ καὶ τὴν χώραν ἀναδασάμενοσ καὶ πολλοὺσ τῶν μετοίκων ἐμβαλὼν εἰσ τὴν πολιτείαν ἔσχεν ἰσχὺν ἀνυπεύθυνον, εὐθὺσ ἐπικειμένου τοῖσ Ἀχαιοῖσ καὶ τῆσ ἡγεμονίασ ἑαυτὸν ἀξιοῦντοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 38 2:1)
- καὶ πάσαισ μὲν ἀπεδείχθη ταῖσ ψήφοισ ὕπατοσ, ἐπιβροντήσαντοσ δὲ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν ἱερέων οὐκ αἴσιον τιθεμένων τὸ σημεῖον, ἐμφανῶσ δὲ κωλύειν ὀκνούντων καὶ δεδιότων τὸν δῆμον, αὐτὸσ ἐξωμόσατο τὴν ἀρχήν· (Plutarch, Marcellus, chapter 12 1:2)
- νυνὶ δὲ τῷ Ἀντιφάνει εἴληχα βλάβησ ἰδίαν δίκην, ὅτι μοι οὔτ’ ἐμαρτύρησεν οὔτ’ ἐξωμόσατο κατὰ τὸν νόμον. (Demosthenes, Speeches 41-50, 23:1)
Derived
- ἀντόμνυμι (to swear in turn)
- ἀπόμνυμι (to take an oath away from, swear that one will not do, to swear one has not done)
- διόμνυμι (to swear solemnly, to declare on oath that . ., on oath)
- ἐπόμνυμι (to swear after, swear accordingly, to take an oath besides)
- κατόμνυμι (to confirm by oath, to swear that . ., to call to witness)
- προόμνυμι (to swear before or beforehand, to testify on oath before that . .)
- προσόμνυμι (to swear besides)
- συνεπόμνυμι (to swear besides)
- συνόμνυμι (to swear together, to promise by oath, joined in swearing)